Η ελληνική μετάφραση της Έκθεσης για τη Σύγκλιση 2020 της ΕΚΤ περιλαμβάνει τα εξής κεφάλαια: Εισαγωγή, Πλαίσιο ανάλυσης, Η οικονομική σύγκλιση και Περιλήψεις κατά χώρα. Για περισσότερες πληροφορίες ανατρέξτε στην πλήρη έκδοση στην αγγλική γλώσσα, η οποία είναι διαθέσιμη στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ.
1 Εισαγωγή
Από την 1η Ιανουαρίου 1999 μέχρι σήμερα, 19 κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν υιοθετήσει το ευρώ. Η παρούσα έκθεση εξετάζει επτά από τις οκτώ χώρες της ΕΕ που δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα. Μία από τις οκτώ χώρες, η Δανία, γνωστοποίησε στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συμβούλιο ΕΕ) την πρόθεσή της να μην συμμετάσχει στο Τρίτο Στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ).[1] Ως εκ τούτου, Έκθεση για τη Σύγκλιση της Δανίας θα καταρτιστεί μόνο εάν εκείνη το ζητήσει. Καθώς δεν υπάρχει σχετικό αίτημα, η παρούσα έκθεση εξετάζει τις ακόλουθες χώρες: τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία. Και οι επτά χώρες δεσμεύονται από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής “Συνθήκη”)[2] να υιοθετήσουν το ευρώ, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να επιδιώξουν να εκπληρώσουν τα κριτήρια σύγκλισης.
Με την κατάρτιση της παρούσας έκθεσης, η ΕΚΤ εκπληρώνει την υποχρέωσή της σύμφωνα με το άρθρο 140 της Συνθήκης. Το άρθρο 140 αναφέρει ότι η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οφείλουν, τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο έτη ή όποτε το ζητήσει κράτος-μέλος με παρέκκλιση, να υποβάλλουν έκθεση στο Συμβούλιο της ΕΕ “για την πρόοδο που έχουν επιτελέσει τα κράτη μέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης”. Οι επτά χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση αξιολογούνται στο πλαίσιο της τακτικής ανά διετία εξέτασης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επίσης κατήρτισε έκθεση και οι δύο εκθέσεις υποβάλλονται στο Συμβούλιο της ΕΕ παράλληλα.
Στην παρούσα έκθεση, η ΕΚΤ χρησιμοποιεί το πλαίσιο που εφαρμόστηκε στις προηγούμενες Εκθέσεις για τη Σύγκλιση. Εξετάζει, για τις εν λόγω επτά χώρες, αν έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός διατηρήσιμης οικονομικής σύγκλισης, αν η εθνική νομοθεσία είναι συμβατή προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Καταστατικό) και αν πληρούνται οι καταστατικές απαιτήσεις ώστε οι εθνικές κεντρικές τους τράπεζες (ΕθνΚΤ) να καταστούν αναπόσπαστο μέρος του Ευρωσυστήματος.
Η εξέταση της διαδικασίας οικονομικής σύγκλισης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα και την ακεραιότητα των συναφών στατιστικών στοιχείων. Η κατάρτιση και υποβολή των στατιστικών στοιχείων, ιδίως αυτών που αφορούν τα δημόσια οικονομικά, δεν πρέπει να επηρεάζονται από πολιτικές σκοπιμότητες ή παρεμβάσεις. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ καλούνται να θεωρούν την ποιότητα και την ακεραιότητα των στατιστικών στοιχείων τους θέμα υψηλής προτεραιότητας, να διασφαλίζουν ότι η κατάρτιση αυτών των στοιχείων υπόκειται σε ένα επαρκές σύστημα ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances) και να εφαρμόζουν ελάχιστα πρότυπα στον τομέα της στατιστικής. Αυτά τα πρότυπα είναι εξαιρετικής σημασίας για την ενίσχυση της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητας και της λογοδοσίας των εθνικών στατιστικών αρχών, καθώς και για τη στήριξη της εμπιστοσύνης στην ποιότητα των δημοσιονομικών στατιστικών στοιχείων (βλ. Κεφάλαιο 6 – δεν διατίθεται στην ελληνική έκδοση).
Σημειώνεται επίσης ότι, από τις 4 Νοεμβρίου 2014 και εξής,[3] κάθε χώρα της οποίας η παρέκκλιση έχει αρθεί θα πρέπει να εντάσσεται στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ), το αργότερο κατά την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ. Από την ημερομηνία αυτή, όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που σχετίζονται με τον ΕΕΜ ισχύουν για την εν λόγω χώρα. Ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά σημαντικό να γίνουν οι απαραίτητες προετοιμασίες. Συγκεκριμένα, το τραπεζικό σύστημα κάθε κράτους-μέλους που εντάσσεται στη ζώνη του ευρώ και, κατά συνέπεια, στον ΕΕΜ θα υπόκειται σε συνολική αξιολόγηση.[4]
Στην παρούσα έκθεση η διάταξη της ύλης έχει ως εξής: Το Κεφάλαιο 2 περιγράφει το πλαίσιο που χρησιμοποιείται για την εξέταση της οικονομικής και νομικής σύγκλισης. Το Κεφάλαιο 3 παρέχει μια οριζόντια επισκόπηση των βασικών πτυχών της οικονομικής σύγκλισης. Το Κεφάλαιο 4 περιέχει τις περιλήψεις κατά χώρα, οι οποίες παρουσιάζουν τα κυριότερα πορίσματα από την εξέταση της οικονομικής και νομικής σύγκλισης. Το Κεφάλαιο 5 εξετάζει λεπτομερέστερα την κατάσταση της οικονομικής σύγκλισης σε καθένα από τα εξεταζόμενα επτά κράτη-μέλη. Το Κεφάλαιο 6 παρέχει μια γενική επισκόπηση των δεικτών σύγκλισης και της στατιστικής μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για την κατάρτισή τους. Τέλος, το Κεφάλαιο 7 εξετάζει τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας καθενός από τα εξεταζόμενα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής του τράπεζας, προς τα άρθρα 130 και 131 της Συνθήκης.
2 Πλαίσιο ανάλυσης
2.1 Οικονομική σύγκλιση
Για να εξετάσει την οικονομική σύγκλιση των κρατών-μελών της ΕΕ που επιθυμούν να υιοθετήσουν το ευρώ, η ΕΚΤ χρησιμοποιεί ένα ενιαίο πλαίσιο ανάλυσης. Το κοινό αυτό πλαίσιο, το οποίο έχει εφαρμοστεί με συνέπεια σε όλες τις Εκθέσεις Σύγκλισης του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος (ΕΝΙ) και της ΕΚΤ, βασίζεται, πρώτον, στις διατάξεις της Συνθήκης και στην εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών, τα δημοσιονομικά αποτελέσματα και τους λόγους του χρέους, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, καθώς και άλλους παράγοντες που είναι συναφείς με την οικονομική ολοκλήρωση και σύγκλιση. Δεύτερον, βασίζεται σε μια σειρά από πρόσθετους οικονομικούς δείκτες που παρέχουν πληροφορίες για τις παρελθούσες ή τις μελλοντικές εξελίξεις και θεωρούνται χρήσιμοι για τη λεπτομερέστερη εξέταση της διατηρησιμότητας της σύγκλισης. Η εξέταση των κρατών-μελών με βάση όλους αυτούς τους παράγοντες είναι σημαντική επειδή διασφαλίζει ότι η ενσωμάτωσή τους στη ζώνη του ευρώ θα γίνει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Τα Πλαίσια 1 έως 5 παρουσιάζουν εν συντομία τις νομικές διατάξεις και παραθέτουν μεθοδολογικές λεπτομέρειες όσον αφορά την εφαρμογή αυτών των διατάξεων από την ΕΚΤ.
Για λόγους συνέχειας και ίσης μεταχείρισης, η παρούσα έκθεση ακολουθεί τις αρχές που διατυπώθηκαν στις προηγούμενες εκθέσεις της ΕΚΤ (και παλαιότερα του ΕΝΙ). Ειδικότερα, η ΕΚΤ χρησιμοποιεί μια σειρά από κατευθυντήριες αρχές κατά την εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης. Πρώτον, τα επιμέρους κριτήρια ερμηνεύονται συσταλτικά και εφαρμόζονται αυστηρά. Το σκεπτικό αυτής της αρχής είναι ότι τα κριτήρια αποσκοπούν κυρίως στο να εξασφαλίσουν ότι στη ζώνη του ευρώ θα μπορούν να συμμετέχουν μόνο όσα κράτη-μέλη έχουν οικονομικές συνθήκες που συντελούν στη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και στη συνοχή της ζώνης του ευρώ. Δεύτερον, τα κριτήρια σύγκλισης αποτελούν μια συνεκτική και ολοκληρωμένη δέσμη και πρέπει να πληρούνται όλα ανεξαιρέτως. Η Συνθήκη παραθέτει τα κριτήρια ως ισότιμα και δεν τα ιεραρχεί. Τρίτον, τα κριτήρια σύγκλισης πρέπει να πληρούνται σύμφωνα με πραγματικά στοιχεία. Τέταρτον, η εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης πρέπει να είναι ομοιόμορφη, διαφανής και απλή. Επιπλέον, κατά την εξέταση της συμμόρφωσης προς τα κριτήρια σύγκλισης, βασικός παράγοντας είναι η διατηρησιμότητα, καθώς η σύγκλιση πρέπει να έχει επιτευχθεί σε διαρκή βάση και όχι σε δεδομένη χρονική στιγμή. Για τον λόγο αυτό, στις αξιολογήσεις κατά χώρα αναλύεται και η διατηρησιμότητα της σύγκλισης.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι οικονομικές εξελίξεις των χωρών εξετάζονται βάσει αναδρομικών στοιχείων που καλύπτουν κατ’ αρχήν την τελευταία δεκαετία. Αυτό βοηθά να διαπιστωθεί ακριβέστερα κατά πόσον η πρόοδος που έχει επιτευχθεί είναι αποτέλεσμα πραγματικών διαρθρωτικών προσαρμογών και, κατ' επέκταση, να αξιολογηθεί καλύτερα η διατηρησιμότητα της οικονομικής σύγκλισης.
Επιπλέον, στο βαθμό που κρίνεται σκόπιμο, εξετάζονται οι προοπτικές για το μέλλον. Σε αυτό το πλαίσιο εφιστάται ιδιαιτέρως η προσοχή στο γεγονός ότι η διατηρησιμότητα των ευνοϊκών οικονομικών εξελίξεων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αν η οικονομική πολιτική θα ανταποκριθεί με τρόπο πρόσφορο και διαρκή στις υπάρχουσες και στις μελλοντικές προκλήσεις. Η ισχυρή διακυβέρνηση και οι υγιείς θεσμοί είναι επίσης απαραίτητοι για τη στήριξη της διατηρήσιμης αύξησης του προϊόντος μεσομακροπρόθεσμα. Γενικά, τονίζεται ότι η εξασφάλιση της διατηρησιμότητας της οικονομικής σύγκλισης εξαρτάται από την επίτευξη μιας ισχυρής αρχικής θέσης, από την ύπαρξη υγιών θεσμών και από την άσκηση κατάλληλων πολιτικών μετά την υιοθέτηση του ευρώ.
Το κοινό πλαίσιο εφαρμόζεται σε καθένα από τα επτά εξεταζόμενα κράτη-μέλη της ΕΕ χωριστά. Αυτές οι αξιολογήσεις, οι οποίες εξετάζουν τις επιδόσεις κάθε κράτους-μέλους, πρέπει να εκτιμώνται αυτοτελώς, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 140 της Συνθήκης.
Η τελευταία ημερομηνία για τα στατιστικά στοιχεία που περιέχονται στην παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση ήταν η 7η Μαΐου 2020. Τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν κατά την εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης παρείχε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (βλ. Κεφάλαιο 6, πίνακες και διαγράμματα του αγγλικού πρωτοτύπου), σε συνεργασία με την ΕΚΤ προκειμένου για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Σε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η περίοδος αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών είναι από τον Απρίλιο του 2019 μέχρι τον Μάρτιο του 2020. Ομοίως, η περίοδος αναφοράς για το κριτήριο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων επίσης είναι από τον Απρίλιο του 2019 μέχρι τον Μάρτιο του 2020. Για τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, η περίοδος αναφοράς είναι από την 1η Απριλίου 2018 μέχρι την 31η Μαρτίου 2020. Τα ιστορικά στοιχεία για τις δημοσιονομικές θέσεις αφορούν την περίοδο μέχρι και το 2019. Επίσης λαμβάνονται υπόψη προβλέψεις προερχόμενες από ποικίλες πηγές, σε συνδυασμό με τα πιο πρόσφατα προγράμματα σύγκλισης των κρατών-μελών, καθώς και άλλες πληροφορίες που θεωρούνται χρήσιμες για την αξιολόγηση της διατηρησιμότητας της σύγκλισης. Οι εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[5] και η Έκθεση του Μηχανισμού Επαγρύπνησης 2020 (Alert Mechanism Report 2020), που λαμβάνονται επίσης υπόψη στην παρούσα έκθεση, δημοσιεύθηκαν στις 6 Μαΐου 2020 και στις 17 Δεκεμβρίου 2019 αντίστοιχα. Η παρούσα έκθεση εγκρίθηκε από το Γενικό Συμβούλιο της ΕΚΤ στις 4 Ιουνίου 2020.
Η παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει σε περιορισμένο μόνο βαθμό την επίδραση που έχει η πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19) στην αξιολόγηση της σύγκλισης. Καθώς είναι πολύ νωρίς για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με το πώς θα επηρεαστεί η πορεία της σύγκλισης και αν αυτή η επίδραση θα υλοποιηθεί κατά συμμετρικό ή ασύμμετρο τρόπο στις επιμέρους χώρες, λεπτομερής ανάλυση θα διεξαχθεί στο πλαίσιο της επόμενης Έκθεσης για τη Σύγκλιση. Ενόψει της πανδημίας COVID-19, η αξιολόγηση των μελλοντικών προοπτικών για τη σύγκλιση υπόκειται σε υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και ο πλήρης αντίκτυπος μπορεί να αξιολογηθεί μόνο εκ των υστέρων. Τα περισσότερα κράτη-μέλη της ΕΕ εισήγαγαν μέτρα περιορισμού προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των κρουσμάτων και εφάρμοσαν ειδικά μέτρα δημοσιονομικής, μακροπροληπτικής, εποπτικής και νομισματικής πολιτικής έτσι ώστε να περιορίσουν τις οικονομικές επιπτώσεις. Στην παρούσα φάση επίσης δεν γίνονται πλήρως κατανοητές οι συνέπειες για τα στατιστικά στοιχεία. Η υψηλή αβεβαιότητα αφορά όλα τα κριτήρια σύγκλισης. Όσον αφορά το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, υπάρχει υψηλός βαθμός αβεβαιότητας ως προς την εξέλιξη του πληθωρισμού τους επόμενους μήνες. Πιο συγκεκριμένα, ενδέχεται η οικονομική ύφεση εξαιτίας της πανδημίας COVID-19 να είναι πιο παρατεταμένη ή η ανάκαμψη να είναι ταχύτερη από ό,τι αναμενόταν. Το ισοζύγιο των κινδύνων ανάμεσα στις μειωτικές πιέσεις στον πληθωρισμό που συνδέονται με την ασθενέστερη ζήτηση και τις αυξητικές πιέσεις που συνδέονται με τη διατάραξη των αλυσίδων προσφοράς περιβάλλεται από σημαντική αβεβαιότητα. Όσον αφορά το κριτήριο για τα δημόσια οικονομικά, η πανδημία COVID-19 επιδρά στις προοπτικές για τα δημόσια οικονομικά σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, αλλά δεν επηρεάζονται οι βασικοί δημοσιονομικοί δείκτες από το 2010 έως το 2019. Ως προς τις δημοσιονομικές προοπτικές, η ανάλυση της ΕΚΤ βασίζεται κυρίως στις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι οποίες, για όλες τις εξεταζόμενες χώρες, παρουσιάζουν απότομη επιδείνωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων λόγω της έντονης επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόστηκαν προκειμένου να μετριαστεί η κρίση. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι δυνητικές συνέπειες της πανδημίας για τη μεσομακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημοσιονομικών θέσεων πέρα από τις επιπτώσεις στις τελευταίες προβλέψεις δεν καλύπτονται λόγω του υψηλού βαθμού αβεβαιότητας. Συγκεκριμένα, η ανάλυση της ΕΚΤ βασίζεται στην Έκθεση Βιωσιμότητας του Χρέους 2019 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από την πανδημία COVID-19. Η μεταβλητότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και οι πιέσεις υποτίμησης των εθνικών νομισμάτων έναντι του ευρώ αυξήθηκαν μετά την εμφάνιση του COVID-19. Προκειμένου να περιοριστούν οι στρεβλώσεις στη συνολική αξιολόγηση της σύγκλισης, η περίοδος εξέτασης των εξελίξεων στις συναλλαγματικές ισοτιμίες τελειώνει τον Μάρτιο του 2020. Τέλος, όσον αφορά την εξέλιξη των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, ο Απρίλιος του 2020 εξαιρέθηκε από την ανάλυση λόγω της επίδρασης της πανδημίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα ακραία επίπεδα αβεβαιότητας και μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές ενδέχεται να συσκοτίσουν το πληροφοριακό περιεχόμενο των εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και, ως εκ τούτου, να εισαγάγουν δυνητικές στρεβλώσεις στη συνολική αξιολόγηση της διαδικασίας σύγκλισης της κάθε χώρας. Συμπερασματικά, ορθή ανάλυση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας στην αξιολόγηση της σύγκλισης μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εκ των υστέρων.
Όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 1.
Πλαίσιο 1 Η εξέλιξη των τιμών
1. Οι διατάξεις της Συνθήκης
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:
“επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερότητας τιμών. Αυτό καταδεικνύεται από ρυθμό πληθωρισμού που προσεγγίζει τον αντίστοιχο ρυθμό των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών”.
Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:
“Το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, πρώτη περίπτωση, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει σταθερές επιδόσεις στο θέμα των τιμών και μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από τον έλεγχο, που δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από 1,5 ποσοστιαία μονάδα. Ο πληθωρισμός υπολογίζεται βάσει του δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ) σε συγκρίσιμη βάση, λαμβανομένων υπόψη των διαφορών των εθνικών ορισμών”.
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Στο πλαίσιο της παρούσας έκθεσης, η ΕΚΤ εφαρμόζει τις διατάξεις της Συνθήκης ως εξής:
Πρώτον, όσον αφορά το “μέσο ποσοστό πληθωρισμού, καταγεγραμμένο επί ένα έτος πριν από τον έλεγχο”, ο ρυθμός πληθωρισμού υπολογίστηκε με βάση τη μεταβολή του μέσου όρου του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) για τη δωδεκάμηνη περίοδο αναφοράς από τον Απρίλιο του 2019 μέχρι τον Μάρτιο του 2020 έναντι του μέσου όρου του προηγούμενου δωδεκαμήνου.
Δεύτερον, η έννοια των “τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών”, που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η τιμή αναφοράς, εφαρμόστηκε με βάση τον απλό αριθμητικό μέσο όρο των ρυθμών πληθωρισμού των εξής τριών κρατών-μελών: Πορτογαλία (0,2%), Κύπρος (0,4%) και Ιταλία (0,4%). Άρα, αφού προστεθεί 1,5 ποσοστιαία μονάδα στο μέσο επιτόκιο, προκύπτει τιμή αναφοράς 1,8%. Υπενθυμίζεται ότι, βάσει της Συνθήκης, οι επιδόσεις της οικονομίας μιας χώρας ως προς τον πληθωρισμό εξετάζονται σε σχετικούς όρους, δηλ. σε σχέση με τις εξελίξεις σε άλλα κράτη-μέλη. Έτσι, στο κριτήριο της σταθερότητας των τιμών λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι κοινές διαταραχές (που προκύπτουν π.χ. από τις διεθνείς τιμές των εμπορευμάτων) μπορούν προσωρινά να ωθήσουν τον πληθωρισμό σε επίπεδα που δεν συνάδουν με τον στόχο της κεντρικής τράπεζας.
Στις πέντε τελευταίες εκθέσεις εφαρμόστηκε η προσέγγιση των “ακραίων περιπτώσεων” προκειμένου να αντιμετωπιστούν κατάλληλα πιθανές σημαντικές στρεβλώσεις στην εξέλιξη του πληθωρισμού σε επιμέρους χώρες. Ένα κράτος-μέλος θεωρείται ότι αποτελεί ακραία περίπτωση όταν πληρούνται οι εξής δύο προϋποθέσεις: πρώτον, ο δωδεκάμηνος ρυθμός πληθωρισμού είναι σημαντικά χαμηλότερος από τους συγκρίσιμους ρυθμούς πληθωρισμού άλλων κρατών-μελών και, δεύτερον, οι εξελίξεις των τιμών στο εν λόγω κράτος-μέλος έχουν επηρεαστεί έντονα από έκτακτους παράγοντες. Στην παρούσα έκθεση κανένα από τα κράτη-μέλη με τον χαμηλότερο ρυθμό πληθωρισμού δεν χαρακτηρίστηκε ως ακραία περίπτωση.
Ο πληθωρισμός μετρήθηκε βάσει του ΕνΔΤΚ, ο οποίος κατασκευάστηκε με σκοπό να αξιολογείται η σύγκλιση όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών σε συγκρίσιμη βάση (βλ. Ενότητα 2 του Κεφαλαίου 6 – δεν διατίθεται στην ελληνική έκδοση).
Ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ που καταγράφηκε στη δωδεκάμηνη περίοδο αναφοράς (Απρίλιος 2019-Μάρτιος 2020) αξιολογείται υπό το πρίσμα της οικονομικής επίδοσης της χώρας όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών την τελευταία δεκαετία. Έτσι, εξετάζεται αναλυτικότερα η διατηρησιμότητα της εξέλιξης των τιμών στην εκάστοτε εξεταζόμενη χώρα. Εν προκειμένω, η προσοχή εστιάζεται αφενός στον προσανατολισμό της νομισματικής πολιτικής και ιδίως στο κατά πόσον οι νομισματικές αρχές δίνουν πρωτίστως έμφαση στην επίτευξη και διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, και αφετέρου στη συμβολή άλλων τομέων της οικονομικής πολιτικής στην επίτευξη αυτού του στόχου. Επιπλέον, λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες του μακροοικονομικού περιβάλλοντος για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών. Η εξέλιξη των τιμών εξετάζεται υπό το πρίσμα των συνθηκών προσφοράς και ζήτησης, με έμφαση σε παράγοντες όπως το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και τις τιμές των εισαγομένων. Τέλος, εξετάζονται οι τάσεις άλλων συναφών δεικτών τιμών. Όσον αφορά τις προοπτικές για το μέλλον, παρέχεται μια εικόνα της αναμενόμενης εξέλιξης του πληθωρισμού κατά τα επόμενα έτη, η οποία περιλαμβάνει προβλέψεις μεγάλων διεθνών οργανισμών και συμμετεχόντων στην αγορά. Επίσης γίνεται αναφορά και σε ορισμένα θέματα θεσμικής και διαρθρωτικής φύσεως, τα οποία είναι σημαντικά για τη διατήρηση ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί στη σταθερότητα των τιμών μετά την υιοθέτηση του ευρώ.
Όσον αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ, καθώς και ορισμένα διαδικαστικά θέματα, παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 2.
Πλαίσιο 2 Δημοσιονομικές εξελίξεις
1. Συνθήκη και λοιπές νομικές διατάξεις
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), δεύτερη περίπτωση, της Συνθήκης, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:
“σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών. Αυτή καταδεικνύεται από την επίτευξη δημοσιονομικής κατάστασης χωρίς υπερβολικό δημοσιονομικό έλλειμμα, κατά την έννοια του άρθρου 126(6)”.
Το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:
“Το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαίνει ότι τη στιγμή της εξέτασης δεν έχει ληφθεί απόφαση του Συμβουλίου για το κράτος μέλος, όπως αναφέρεται στο άρθρο 126, παράγραφος 6 της εν λόγω Συνθήκης, όσον αφορά την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος”.
Το άρθρο 126 περιγράφει τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ). Σύμφωνα με το άρθρο 126(2) και (3), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συντάσσει έκθεση εάν ένα κράτος-μέλος δεν εκπληρώνει τους όρους περί δημοσιονομικής πειθαρχίας, ειδικότερα εάν:
- ο λόγος του προβλεπόμενου ή υφιστάμενου δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ΑΕΠ υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς (που σύμφωνα με το Πρωτόκολλο για τη ΔΥΕ ορίζεται σε 3% του ΑΕΠ), εκτός εάν:
- ο λόγος αυτός σημειώνει ουσιαστική και συνεχή πτώση και έχει φθάσει σε επίπεδο παραπλήσιο της τιμής αναφοράς, είτε, εναλλακτικά,
- η υπέρβαση της τιμής αναφοράς είναι απλώς έκτακτη και προσωρινή και ο λόγος παραμένει κοντά στην τιμή αναφοράς,
- ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς (που σύμφωνα με το Πρωτόκολλο για τη ΔΥΕ ορίζεται σε 60% του ΑΕΠ), εκτός εάν ο λόγος μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό.
Επιπλέον, η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά πόσον το δημοσιονομικό έλλειμμα υπερβαίνει τις δαπάνες δημοσίων επενδύσεων, καθώς και όλους τους άλλους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανόμενης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης του κράτους-μέλους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται επίσης να συντάξει έκθεση εάν, μολονότι πληρούνται τα κριτήρια, θεωρεί ότι υπάρχει σε ένα κράτος-μέλος κίνδυνος υπερβολικού ελλείμματος. Η Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή διατυπώνει γνώμη επί της έκθεσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 126(6), το Συμβούλιο της ΕΕ, με βάση σύσταση της Επιτροπής και αφού λάβει υπόψη τυχόν παρατηρήσεις του κράτους-μέλους, αποφαίνεται με ειδική πλειοψηφία, εξαιρουμένου του ενδιαφερόμενου κράτους-μέλους, και μετά από συνολική εκτίμηση, αν υφίσταται ή όχι υπερβολικό έλλειμμα στο εν λόγω κράτος-μέλος.
Οι διατάξεις του άρθρου 126 της Συνθήκης αποσαφηνίζονται περαιτέρω με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97[6] όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1177/2011[7], ο οποίος μεταξύ άλλων:
- επιβεβαιώνει ότι το κριτήριο του χρέους είναι ισότιμο με το κριτήριο του ελλείμματος και το καθιστά εφαρμόσιμο, επιτρέποντας παράλληλα τριετή μεταβατική περίοδο για τα κράτη-μέλη που εξήλθαν από ΔΥΕ οι οποίες ενεργοποιήθηκαν πριν από το 2011. Το άρθρο 2(1α) του Κανονισμού προβλέπει ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, εφόσον υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, θεωρείται ότι μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό, εάν η διαφορά σε σχέση με την τιμή αναφοράς μειώθηκε κατά την προηγούμενη τριετία σε μέσο ποσοστό ενός εικοστού κατ’ έτος, που αποτελεί ενδεικτικό ποσοστό με βάση τις μεταβολές της προηγούμενης τριετίας για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Η απαίτηση βάσει του κριτηρίου του χρέους θεωρείται επίσης ότι πληρούται, εάν οι δημοσιονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι στη διάρκεια μιας ορισμένης τριετίας θα επιτευχθεί η απαιτούμενη μείωση της διαφοράς. Κατά την εφαρμογή του ενδεικτικού ποσοστού προσαρμογής του λόγου του χρέους πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η επίδραση του οικονομικού κύκλου στον ρυθμό μείωσης του χρέους,
- αναφέρει λεπτομερώς ποιους σχετικούς παράγοντες πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όταν καταρτίζει έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 126(3) της Συνθήκης. Και το κυριότερο, εξειδικεύει ορισμένους παράγοντες που θεωρούνται χρήσιμοι για την αξιολόγηση της εξέλιξης της μεσοπρόθεσμης οικονομικής και δημοσιονομικής κατάστασης, καθώς και της εξέλιξης της μεσοπρόθεσμης κατάστασης του δημόσιου χρέους (βλ. άρθρο 2(3) του Κανονισμού και τις πληροφορίες σχετικά με την ανάλυση της ΕΚΤ που παρουσιάζεται στη συνέχεια).
Επιπλέον, η Συνθήκη για τη Σταθερότητα, τον Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΣΣΣΔ), η οποία στηρίζεται στις διατάξεις του ενισχυμένου Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2013.[8] Ο Τίτλος ΙΙΙ (Δημοσιονομικό Σύμφωνο) προβλέπει, μεταξύ άλλων, έναν δεσμευτικό δημοσιονομικό κανόνα ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο προϋπολογισμός της γενικής κυβέρνησης θα είναι ισοσκελισμένος ή πλεονασματικός. Αυτός ο κανόνας θεωρείται ότι τηρείται αν το ετήσιο διαρθρωτικό αποτέλεσμα αντιστοιχεί στον μεσοπρόθεσμο στόχο της συγκεκριμένης χώρας και δεν υπερβαίνει, σε διαρθρωτικούς όρους, έλλειμμα ίσο με 0,5% του ΑΕΠ. Αν ο λόγος του χρέους της γενικής κυβέρνησης είναι σημαντικά χαμηλότερος από το 60% του ΑΕΠ και οι κίνδυνοι για την πιο μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών είναι περιορισμένοι, ο μεσοπρόθεσμος στόχος μπορεί να οριστεί ως διαρθρωτικό έλλειμμα που δεν υπερβαίνει το 1% του ΑΕΠ. Η ΣΣΣΔ περιλαμβάνει επίσης τον κανόνα σχετικά με το ενδεικτικό ποσοστό μείωσης του χρέους ο οποίος προβλέπεται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1177/2011 που τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97. Τα συμβαλλόμενα κράτη-μέλη υποχρεούνται να ενσωματώσουν στο σύνταγμά τους – ή σε ισοδύναμο νόμο με αυξημένη τυπική ισχύ σε σύγκριση με τον νόμο για τον ετήσιο προϋπολογισμό – τους θεσπιζόμενους δημοσιονομικούς κανόνες, μαζί με έναν αυτόματο διορθωτικό μηχανισμό σε περίπτωση απόκλισης από τον δημοσιονομικό στόχο.
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Προκειμένου να εξετάσει τη σύγκλιση, η ΕΚΤ διατυπώνει την άποψή της για τις δημοσιονομικές εξελίξεις. Όσον αφορά τη διατηρησιμότητα, η ΕΚΤ εξετάζει σημαντικούς δείκτες των δημοσιονομικών εξελίξεων από το 2010 έως το 2019, τις προοπτικές και τις προκλήσεις για τα δημόσια οικονομικά σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης και κυρίως τις σχέσεις που συνδέουν την εξέλιξη του ελλείμματος με την εξέλιξη του χρέους. Όσον αφορά τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στα δημόσια οικονομικά σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, η ΕΚΤ αναφέρεται στη γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία ενεργοποιήθηκε στις 20 Μαρτίου 2020. Πιο συγκεκριμένα, για το προληπτικό σκέλος, τα άρθρα 5(1) και 9(1) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97[9] αναφέρουν ότι “σε περιόδους σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή την ΕΕ συνολικά, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να αποκλίνουν προσωρινά από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου ..., με την προϋπόθεση ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα”. Για το διορθωτικό σκέλος, τα Άρθρα 3(5) και 5(2) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 αναφέρουν ότι “σε περίπτωση σοβαρής ύφεσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή στην ΕΕ συνολικώς, το Συμβούλιο μπορεί επίσης να αποφασίσει, κατόπιν συστάσεως της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη σύσταση δυνάμει του άρθρου 126 παράγραφος 7 της ΣΛΕΕ, με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα". Η ΕΚΤ επίσης παρέχει ανάλυση σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εθνικών δημοσιονομικών πλαισίων, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 2(3)(β) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97 και στην Οδηγία 2011/85/ΕΕ.[10] Ως προς το άρθρο 126, η ΕΚΤ, αντίθετα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δεν έχει επίσημο ρόλο στη ΔΥΕ. Ως εκ τούτου η έκθεση της ΕΚΤ απλώς αναφέρει αν η χώρα υπόκειται σε ΔΥΕ.
Ως προς τη διάταξη της Συνθήκης σύμφωνα με την οποία ο λόγος του δημόσιου χρέους που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ πρέπει να “μειώνεται επαρκώς και να πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό”, η ΕΚΤ εξετάζει τις παρελθούσες και μελλοντικές τάσεις του λόγου του χρέους. Για τα κράτη-μέλη στα οποία ο λόγος του χρέους υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, η ΕΚΤ παραθέτει την πιο πρόσφατη αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσον αφορά τη συμμόρφωση με το ενδεικτικό ποσοστό μείωσης του χρέους, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 2(1α) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97.
Η εξέταση των δημοσιονομικών εξελίξεων βασίζεται σε στοιχεία που έχουν καταρτιστεί σε εθνικολογιστική βάση, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών 2010 (ΕΣΛ/ESA 2010) (βλ. Κεφάλαιο 6 του αγγλικού πρωτοτύπου). Τα περισσότερα από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην παρούσα έκθεση δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Απρίλιο του 2020 και περιλαμβάνουν τη δημοσιονομική θέση κάθε χώρας από το 2010 έως το 2019, καθώς και τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2020-2021.
Όσον αφορά τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, οι πραγματοποιήσεις κατά το έτος αναφοράς (2019) αξιολογούνται υπό το πρίσμα των επιδόσεων της εξεταζόμενης χώρας κατά την τελευταία δεκαετία. Αρχικά εξετάζεται η εξέλιξη του λόγου του ελλείμματος. Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου ότι η μεταβολή του ετήσιου λόγου του ελλείμματος μιας χώρας επηρεάζεται συνήθως από ποικίλους παράγοντες. Οι επιδράσεις μπορούν να διακριθούν σε “κυκλικές”, οι οποίες αντανακλούν την αντίδραση των ελλειμμάτων στις μεταβολές του οικονομικού κύκλου, και σε “μη κυκλικές”, οι οποίες θεωρείται ότι αντανακλούν διαρθρωτικού χαρακτήρα ή μόνιμες προσαρμογές της δημοσιονομικής πολιτικής. Ωστόσο, οι εν λόγω μη κυκλικές επιδράσεις, όπως ποσοτικοποιούνται στην παρούσα έκθεση, δεν θα πρέπει κατ’ ανάγκην να θεωρείται ότι αντανακλούν αποκλειστικά κάποια διαρθρωτική μεταβολή της δημοσιονομικής κατάστασης, διότι περιλαμβάνουν και επιδράσεις οφειλόμενες τόσο σε μέτρα πολιτικής όσο και σε ειδικούς παράγοντες που επηρεάζουν μόνο πρόσκαιρα το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Πράγματι, είναι δύσκολο να αξιολογηθεί πώς μεταβλήθηκαν οι διαρθρωτικές δημοσιονομικές θέσεις κατά τη διάρκεια της πανδημίας, εν όψει της αβεβαιότητας αναφορικά με το επίπεδο και τον ρυθμό μεταβολής του δυνητικού προϊόντος.
Στη συνέχεια εξετάζεται η εξέλιξη του λόγου του δημόσιου χρέους κατά την επισκοπούμενη περίοδο, καθώς και οι παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτή. Αυτοί οι παράγοντες είναι η διαφορά μεταξύ της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και των επιτοκίων, το πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού και η προσαρμογή ελλείμματος-χρέους. Αυτή η αναλυτική οπτική παρέχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την έκταση της επίδρασης που άσκησε το μακροοικονομικό περιβάλλον, και ειδικότερα ο συνδυασμός ανάπτυξης και επιτοκίων, στη δυναμική του χρέους. Μπορεί επίσης να παρέχει καλύτερη πληροφόρηση για τη συμβολή του διαρθρωτικού αποτελέσματος και των κυκλικών εξελίξεων, όπως αντικατοπτρίζονται στο πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα, και για τον ρόλο των έκτακτων παραγόντων, όπως αυτοί περιλαμβάνονται στην προσαρμογή ελλείμματος-χρέους. Επιπλέον, εξετάζεται η διάρθρωση του δημόσιου χρέους, με ιδιαίτερη έμφαση στο ποσοστό του χρέους που είναι βραχυπρόθεσμο και στο ποσοστό που έχει συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα, καθώς και στην εξέλιξή τους. Η σύγκριση αυτών των ποσοστών με το τρέχον επίπεδο του λόγου του χρέους καταδεικνύει την ευαισθησία των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων στις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιτοκίων.
Ως προς τις προοπτικές για το μέλλον, εξετάζονται τα εθνικά σχέδια προϋπολογισμών και οι πρόσφατες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2020-2021 και λαμβάνεται υπόψη η μεσοπρόθεσμη στρατηγική της δημοσιονομικής πολιτικής, όπως αντανακλάται στο πρόγραμμα σύγκλισης. Μεταξύ άλλων, αξιολογούνται η επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου της δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας, όπως προβλέπεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, καθώς και οι προοπτικές για την εξέλιξη του λόγου του χρέους με βάση την τρέχουσα δημοσιονομική πολιτική. Υπό τις συνθήκες της πανδημίας COVID-19, ενεργοποιήθηκε η γενική ρήτρα διαφυγής, η οποία επιτρέπει αποκλίσεις από τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, όπως περιγράφεται στο Πλαίσιο 2. Επιπλέον, δίνεται έμφαση στις μακροπρόθεσμες προκλήσεις που συνδέονται με τη διατηρησιμότητα των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και στους ευρύτερους τομείς στους οποίους θα απαιτηθεί δημοσιονομική προσαρμογή στο μέλλον, ιδίως σ’ αυτούς που συνδέονται με το ζήτημα των μη κεφαλαιοποιητικών δημόσιων συστημάτων συντάξεων, σε συνάρτηση προς τις δημογραφικές εξελίξεις, και με τις ενδεχόμενες υποχρεώσεις του Δημοσίου. Οι δυνητικές συνέπειες της πανδημίας στη μεσομακροπόθεσμη διατηρησιμότητα των δημοσιονομικών θέσεων πέρα από τις επιπτώσεις στις τελευταίες προβλέψεις δεν καλύπτονται λόγω του υψηλού βαθμού αβεβαιότητας. Σύμφωνα με την πρακτική που έχει ακολουθηθεί και στο παρελθόν, η ανάλυση που περιγράφεται παραπάνω καλύπτει επίσης και τους περισσότερους από τους παράγοντες που χαρακτηρίζονται ως “σχετικοί” στο άρθρο 2(3) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97, όπως αναφέρεται στο Πλαίσιο 2.
Όσον αφορά την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ περιγράφονται στο Πλαίσιο 3.
Πλαίσιο 3 Η εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας
1. Οι διατάξεις της Συνθήκης
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), τρίτη περίπτωση, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:
“τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης που προβλέπονται από τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος, επί δύο τουλάχιστον χρόνια, χωρίς υποτίμηση έναντι του ευρώ”.
Το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:
“Το κριτήριο της συμμετοχής στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση της εν λόγω Συνθήκης, σημαίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει τηρήσει τα κανονικά περιθώρια διακύμανσης που προβλέπει ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος χωρίς σοβαρή ένταση κατά τα δύο, τουλάχιστον, τελευταία έτη πριν από την εξέταση. Ειδικότερα, το κράτος-μέλος δεν πρέπει να έχει υποτιμήσει την κεντρική διμερή ισοτιμία του νομίσματός του έναντι του ευρώ με δική του πρωτοβουλία μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα”.
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Όσον αφορά τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η ΕΚΤ εξετάζει εάν η χώρα έχει συμμετάσχει στον ΜΣΙ ΙΙ (ο οποίος διαδέχθηκε τον ΜΣΙ τον Ιανουάριο του 1999) κατά τα δύο τουλάχιστον έτη πριν από την εξέταση χωρίς σοβαρές εντάσεις και συγκεκριμένα χωρίς υποτίμηση της κεντρικής της ισοτιμίας έναντι του ευρώ. Σε περιπτώσεις μικρότερων περιόδων συμμετοχής, εξετάζεται η εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας στη διάρκεια μιας διετούς περιόδου αναφοράς.
Η σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ κρίνεται με γνώμονα κυρίως το εάν η συναλλαγματική ισοτιμία διαμορφώνεται κοντά στην κεντρική ισοτιμία στο πλαίσιο του ΜΣΙ ΙΙ, ενώ παράλληλα λαμβάνονται υπόψη και οι παράγοντες που οδήγησαν σε τυχόν ανατίμηση, προσέγγιση που έχει ακολουθηθεί και στο παρελθόν. Σχετικώς σημειώνεται ότι το εύρος των περιθωρίων διακύμανσης εντός του ΜΣΙ ΙΙ δεν προδικάζει την εξέταση του κριτηρίου που αφορά τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Επιπλέον, το ζήτημα της απουσίας “σοβαρής έντασης” αξιολογείται γενικώς ως εξής: (α) εξετάζεται ο βαθμός απόκλισης των συναλλαγματικών ισοτιμιών από τις κεντρικές ισοτιμίες έναντι του ευρώ στο πλαίσιο του ΜΣΙ ΙΙ, (β) χρησιμοποιούνται δείκτες όπως η μεταβλητότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ και η τάση της, καθώς και οι διαφορές των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων έναντι της ζώνης του ευρώ και η εξέλιξή τους, (γ) αξιολογείται ο ρόλος των παρεμβάσεων στην αγορά συναλλάγματος και (δ) μελετάται ο ρόλος των προγραμμάτων διεθνούς οικονομικής στήριξης για τη σταθεροποίηση του νομίσματος.
Ως περίοδος αναφοράς στην παρούσα έκθεση λαμβάνεται το διάστημα από την 1η Απριλίου 2018 έως τις 31 Μαρτίου 2020. Όλες οι διμερείς συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οι επίσημες ισοτιμίες αναφοράς της ΕΚΤ (βλ. Κεφάλαιο 6 του αγγλικού πρωτοτύπου).
Εκτός από τη συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ και την εξέλιξη της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας έναντι του ευρώ, εξετάζονται συνοπτικά και ορισμένες ενδείξεις σχετικά με τη διατηρησιμότητα της τρέχουσας συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι ενδείξεις αυτές προέρχονται από την εξέλιξη των πραγματικών σταθμισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών, καθώς και του ισοζυγίου πληρωμών (τρεχουσών συναλλαγών, κεφαλαιακών μεταβιβάσεων και χρηματοοικονομικών συναλλαγών). Επίσης εξετάζονται η εξέλιξη του ακαθάριστου εξωτερικού χρέους και η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση σε μακρότερες περιόδους. Οι ενότητες που αφορούν την εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας εξετάζουν επίσης τον βαθμό ενσωμάτωσης κάθε χώρας στη ζώνη του ευρώ. Η ενσωμάτωση αξιολογείται από την άποψη τόσο του εξωτερικού εμπορίου (εξαγωγές και εισαγωγές) όσο και των χρηματοπιστωτικών αγορών. Τέλος, οι ενότητες αυτές αναφέρουν επίσης κατά πόσον οι υπό εξέταση χώρες είχαν λάβει, κατά τη διετή περίοδο αναφοράς, στήριξη από προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας ή προγράμματα στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών τους είτε σε διμερή είτε σε πολυμερή βάση με τη συμμετοχή του ΔΝΤ ή/και της ΕΕ. Λαμβάνεται υπόψη τόσο η πραγματική όσο και η προληπτική στήριξη, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε χρηματοδότηση προληπτικού χαρακτήρα με τη μορφή π.χ. ευέλικτης πιστωτικής γραμμής (Flexible Credit Line) του ΔΝΤ.
Όσον αφορά την εξέλιξη των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, οι νομικές διατάξεις και η εφαρμογή τους εκ μέρους της ΕΚΤ παρουσιάζονται στο Πλαίσιο 4.
Πλαίσιο 4 Η εξέλιξη των μακροπρόθεσμων επιτοκίων
1. Οι διατάξεις της Συνθήκης
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1), τέταρτη περίπτωση, η Έκθεση για τη Σύγκλιση εξετάζει κατά πόσον έχει επιτευχθεί υψηλός βαθμός σταθερής σύγκλισης, με γνώμονα την πλήρωση του ακόλουθου κριτηρίου από κάθε κράτος-μέλος:
“διάρκεια της σύγκλισης που θα έχει επιτευχθεί από το κράτος μέλος για το οποίο ισχύει παρέκκλιση και της συμμετοχής του στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών αντανακλώμενη στα επίπεδα των μακροπρόθεσμων επιτοκίων”.
Το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 13) σχετικά με τα κριτήρια σύγκλισης ορίζει τα εξής:
“Το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων, που αναφέρεται στο άρθρο 140, παράγραφος 1, τέταρτη περίπτωση, της εν λόγω Συνθήκης σημαίνει ότι το υπό παρατήρηση κράτος μέλος, επί διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση, έχει μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο το οποίο δεν υπερβαίνει εκείνο των τριών, το πολύ, κρατών μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών, περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες. Τα επιτόκια υπολογίζονται βάσει μακροπρόθεσμων ομολόγων του δημοσίου ή συγκρίσιμων χρεογράφων, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές των εθνικών ορισμών”.
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Στο πλαίσιο της παρούσας έκθεσης, η ΕΚΤ εφαρμόζει τις διατάξεις της Συνθήκης ως εξής:
Πρώτον, όσον αφορά το “μέσο ονομαστικό μακροπρόθεσμο επιτόκιο” που παρατηρείται “επί διάστημα ενός έτους πριν από την εξέταση”, το μακροπρόθεσμο επιτόκιο υπολογίστηκε ως ο αριθμητικός μέσος όρος του τελευταίου δωδεκαμήνου για το οποίο υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τον ΕνΔΤΚ. Η περίοδος αναφοράς που εξετάζεται στην παρούσα έκθεση (Απρίλιος 2019-Μάρτιος 2020), συμπίπτει με την περίοδο αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών.
Δεύτερον, η έννοια των “τριών, το πολύ, κρατών-μελών με τις καλύτερες επιδόσεις από άποψη σταθερότητας τιμών”, που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η τιμή αναφοράς, εφαρμόστηκε με βάση τον απλό αριθμητικό μέσο όρο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων των τριών κρατών-μελών που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της τιμής αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών (βλ. Πλαίσιο 1). Κατά την περίοδο αναφοράς που εξετάζεται στην παρούσα έκθεση, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια των τριών χωρών με τον χαμηλότερο ρυθμό πληθωρισμού που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό της τιμής αναφοράς για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών ήταν 0,5% (Πορτογαλία), 0,8% (Κύπρος) και 1,6% (Ιταλία). Άρα το μέσο επιτόκιο είναι 0,9% και, αφού προστεθούν 2 ποσοστιαίες μονάδες, προκύπτει τιμή αναφοράς 2,9%. Τα επιτόκια υπολογίστηκαν με βάση τα διαθέσιμα εναρμονισμένα μακροπρόθεσμα επιτόκια που σχεδιάστηκαν για την αξιολόγηση της σύγκλισης (βλ. Κεφάλαιο 6 του αγγλικού πρωτοτύπου).
Όπως προαναφέρθηκε, στη Συνθήκη γίνεται ρητή αναφορά στη “διάρκεια της σύγκλισης” που αντανακλάται στο επίπεδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων. Έτσι, οι εξελίξεις κατά την περίοδο αναφοράς (Απρίλιος 2019-Μάρτιος 2020) εξετάζονται σε συνδυασμό με την πορεία των μακροπρόθεσμων επιτοκίων την τελευταία δεκαετία (ή την περίοδο για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) και τους κυριότερους παράγοντες που ευθύνονται για τις διαφορές έναντι του μέσου μακροπρόθεσμου επιτοκίου που επικρατεί στη ζώνη του ευρώ. Κατά την περίοδο αναφοράς το μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο της ζώνης του ευρώ μπορεί να αντανακλούσε εν μέρει τα υψηλά ασφάλιστρα κινδύνου διαφόρων χωρών της ζώνης του ευρώ. Ως εκ τούτου, για λόγους σύγκρισης χρησιμοποιείται επίσης και η απόδοση των μακροπρόθεσμων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ κατηγορίας ΑΑΑ (δηλ. το μακροπρόθεσμο τμήμα της καμπύλης αποδόσεων ΑΑΑ της ζώνης του ευρώ, στην οποία περιλαμβάνονται οι χώρες με πιστοληπτική ικανότητα ΑΑΑ). Ως υπόβαθρο για αυτή την ανάλυση, η έκθεση παρέχει επίσης πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος και την ανάπτυξη της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Οι πληροφορίες βασίζονται σε τρεις διαφορετικούς δείκτες (αξία των κυκλοφορούντων χρεογράφων που έχουν εκδοθεί από μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων μετοχών και χρηματοδότηση του εγχώριου ιδιωτικού μη χρηματοπιστωτικού τομέα από τα ΝΧΙ), οι οποίοι, σε συνδυασμό μεταξύ τους, παρέχουν ένα μέτρο του μεγέθους των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 140(1) της Συνθήκης, η έκθεση πρέπει να λαμβάνει υπόψη και διάφορους άλλους σχετικούς παράγοντες (βλ. Πλαίσιο 5). Σημειώνεται ότι στις 13 Δεκεμβρίου 2011 τέθηκε σε ισχύ ενισχυμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 121(6) της Συνθήκης, προκειμένου να διασφαλιστεί στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών-μελών της ΕΕ. Το Πλαίσιο 5 παρουσιάζει εν συντομία αυτές τις νομοθετικές διατάξεις και πώς αντιμετωπίζονται οι προαναφερθέντες πρόσθετοι παράγοντες κατά την αξιολόγηση της σύγκλισης από την ΕΚΤ.
Πλαίσιο 5 Άλλοι σχετικοί παράγοντες
1. Συνθήκη και λοιπές νομικές διατάξεις
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1) της Συνθήκης: “Οι εκθέσεις της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνουν επίσης υπόψη τα αποτελέσματα της ολοκλήρωσης των αγορών, την κατάσταση και την εξέλιξη των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών και μια εξέταση των εξελίξεων του κατά μονάδα κόστους εργασίας και άλλων δεικτών τιμών”.
Σημειώνεται σχετικά ότι η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη τη δέσμη νομοθετικών μέτρων για την οικονομική διακυβέρνηση στην ΕΕ, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 13 Δεκεμβρίου 2011. Βάσει του άρθρου 121(6) της Συνθήκης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ ενέκριναν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας που περιγράφεται στα άρθρα 121(3) και 121(4) της Συνθήκης. Οι κανόνες αυτοί εγκρίθηκαν “προκειμένου να εξασφαλισθεί στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών μελών” (άρθρο 121(3)), καθώς υπάρχει “ανάγκη να αντληθούν διδάγματα από την πρώτη δεκαετία λειτουργίας της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και, ειδικότερα, χρειάζεται βελτιωμένη διακυβέρνηση στην Ένωση, η οποία πρέπει να οικοδομηθεί με βάση μεγαλύτερο εθνικό ενστερνισμό”.[11] Η δέσμη νομοθετικών μέτρων περιλαμβάνει ένα πλαίσιο ενισχυμένης εποπτείας (τη Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών – ΔΜΑ), σκοπός του οποίου είναι να αποτρέπει υπερβολικές μακροοικονομικές και μακροχρηματοπιστωτικές ανισορροπίες βοηθώντας τα αποκλίνοντα κράτη-μέλη της ΕΕ να καταρτίζουν σχέδια διορθωτικών ενεργειών, προτού οι αποκλίσεις παγιωθούν. Η ΔΜΑ, η οποία περιλαμβάνει και προληπτικό και διορθωτικό σκέλος, ισχύει για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, εκτός από εκείνα τα οποία, εξαιτίας του ότι καλύπτονται από πρόγραμμα διεθνούς οικονομικής στήριξης, υπόκεινται ήδη σε αυστηρότερο έλεγχο και όρους. Η ΔΜΑ περιλαμβάνει έναν μηχανισμό επαγρύπνησης για τον εντοπισμό των ανισορροπιών σε πρώιμο στάδιο. Ο μηχανισμός αυτός βασίζεται σε έναν διαφανή πίνακα αποτελεσμάτων δεικτών, ο οποίος περιέχει όρια προειδοποίησης για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, καθώς και σε οικονομικές αξιολογικές κρίσεις. Αυτές οι αξιολογικές κρίσεις θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, την ονομαστική και πραγματική σύγκλιση εντός και εκτός της ζώνης του ευρώ.[12] Κατά την αξιολόγηση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, η σχετική διαδικασία θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τη σοβαρότητά τους και τις δυνητικές αρνητικές οικονομικές και χρηματοπιστωτικές δευτερογενείς επιπτώσεις, οι οποίες επιτείνουν την ευπάθεια της οικονομίας της ΕΕ και αποτελούν απειλή για την ομαλή λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.[13]
2. Εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης
Σύμφωνα με την πρακτική που έχει ακολουθηθεί και στο παρελθόν, οι πρόσθετοι παράγοντες που αναφέρονται στο άρθρο 140(1) της Συνθήκης εξετάζονται στο Κεφάλαιο 5 (βλ. αγγλικό πρωτότυπο), στις ενότητες που εξετάζουν τα επιμέρους κριτήρια που περιγράφονται στα Πλαίσια 1 έως 4. Για λόγους πληρότητας, στο Κεφάλαιο 3 οι δείκτες που περιλαμβάνονται στον πίνακα αποτελεσμάτων (μεταξύ των οποίων και αυτοί που σχετίζονται με τα όρια προειδοποίησης) δημοσιεύονται για τις χώρες που καλύπτει η παρούσα έκθεση. Κατ’ αυτό τον τρόπο, εξασφαλίζεται η παροχή όλων των διαθέσιμων πληροφοριών για τον εντοπισμό μακροοικονομικών και μακροχρηματοοικονομικών ανισορροπιών οι οποίες μπορεί να δυσχεραίνουν την επίτευξη υψηλού βαθμού σταθερής σύγκλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 140(1) της Συνθήκης. Ιδίως κράτη-μέλη της ΕΕ με παρέκκλιση τα οποία υπάγονται σε διαδικασία υπερβολικών ανισορροπιών δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι έχουν επιτύχει υψηλό βαθμό σταθερής σύγκλισης, όπως ορίζεται στο άρθρο 140(1) της Συνθήκης.
2.2 Συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας προς τις Συνθήκες
2.2.1 Εισαγωγή
Σύμφωνα με το άρθρο 140(1) της Συνθήκης, η ΕΚΤ (όπως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή) υποχρεούται να υποβάλλει έκθεση στο Συμβούλιο τουλάχιστον μία φορά κάθε δύο χρόνια ή όποτε το ζητήσει κράτος-μέλος με παρέκκλιση “για την πρόοδο που έχουν επιτελέσει τα κράτη-μέλη για τα οποία ισχύει παρέκκλιση στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης”. Οι εκθέσεις αυτές πρέπει να περιέχουν εξέταση του κατά πόσον η εθνική νομοθεσία κάθε κράτους-μέλους με παρέκκλιση, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της οικείας ΕθνΚΤ, είναι συμβατή προς τα άρθρα 130 και 131 της Συνθήκης και προς τα σχετικά άρθρα του Καταστατικού. Αυτή η προβλεπόμενη στη Συνθήκη υποχρέωση, στην οποία υπόκεινται τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση, είναι γνωστή και ως “νομική σύγκλιση”.
Όταν αξιολογεί τη νομική σύγκλιση, η ΕΚΤ δεν περιορίζεται σε τυπική αξιολόγηση του γράμματος του νόμου, αλλά δύναται να εξετάσει και κατά πόσον η εφαρμογή των συναφών διατάξεων συνάδει προς το πνεύμα των Συνθηκών και του Καταστατικού. Η ΕΚΤ ανησυχεί ιδιαίτερα για τυχόν ενδείξεις ότι ασκούνται πιέσεις στα όργανα λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ των κρατών-μελών, κάτι που θα ήταν ασύμβατο προς το πνεύμα της Συνθήκης όσον αφορά την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών. Η ΕΚΤ θεωρεί επίσης αναγκαία την ομαλή και συνεχή λειτουργία των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές των κρατών-μελών οφείλουν ειδικότερα να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, σε περίπτωση που κενωθεί θέση μέλους αποφασιστικού οργάνου μιας ΕθνΚΤ, να διασφαλίζουν τον έγκαιρο διορισμό νέου μέλους σε αντικατάσταση αυτού.[14] Η ΕΚΤ θα παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις προτού αποφανθεί οριστικά ότι η εθνική νομοθεσία ενός κράτους-μέλους είναι συμβατή προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.
Κράτη-μέλη με παρέκκλιση και νομική σύγκλιση
Η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Κροατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σουηδία, η εθνική νομοθεσία των οποίων εξετάζεται στην παρούσα έκθεση, είναι κράτη-μέλη με παρέκκλιση, δηλ. δεν έχουν υιοθετήσει ακόμη το ευρώ. Η Σουηδία απέκτησε την ιδιότητα του κράτους-μέλους με παρέκκλιση με απόφαση του Συμβουλίου τον Μάιο του 1998.[15] Προκειμένου για τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, τα άρθρα 4[16] και 5[17] των Πράξεων περί των όρων προσχωρήσεως προβλέπουν ότι καθένα από αυτά τα κράτη-μέλη συμμετέχει στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση από την ημερομηνία προσχώρησης ως κράτος-μέλος με παρέκκλιση κατά την έννοια του άρθρου 139 της Συνθήκης.
Η παρούσα έκθεση δεν καλύπτει τη Δανία, επειδή είναι κράτος-μέλος με ειδικό καθεστώς και δεν έχει υιοθετήσει ακόμη το ευρώ. Το προσαρτώμενο στις Συνθήκες Πρωτόκολλο (αριθ. 16) σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν τη Δανία προβλέπει ότι, εν όψει της γνωστοποίησης στην οποία προέβη η δανική κυβέρνηση προς το Συμβούλιο στις 3 Νοεμβρίου 1993, η Δανία βρίσκεται υπό καθεστώς εξαίρεσης και η διαδικασία κατάργησης της παρέκκλισης θα τεθεί σε εφαρμογή μόνο εάν το ζητήσει η Δανία. Το άρθρο 130 της Συνθήκης ισχύει για τη Δανία, άρα η Danmarks Nationalbank οφείλει να πληροί τους όρους περί ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Το ΕΝΙ στην Έκθεση για τη Σύγκλιση του 1998 αποφάνθηκε ότι αυτός ο όρος έχει εκπληρωθεί. Από το 1998 και εξής δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία αξιολόγηση της σύγκλισης της Δανίας, λόγω του ειδικού καθεστώτος της συγκεκριμένης χώρας. Μέχρις ότου η Δανία γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο ότι προτίθεται να υιοθετήσει το ευρώ, δεν είναι αναγκαία η νομική ενσωμάτωση της Danmarks Nationalbank στο Ευρωσύστημα ούτε χρειάζεται να προσαρμοστούν διατάξεις της δανικής νομοθεσίας.
Στις 29 Μαρτίου 2017 το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε από την ΕΕ στις 31 Ιανουαρίου 2020 με βάση τις ρυθμίσεις που καθορίζονται στη Συμφωνία για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (εφεξής: “Συμφωνία Αποχώρησης”). Το δίκαιο της ΕΕ εξακολουθεί να ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο και εντός αυτού σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας Αποχώρησης κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου η οποία ξεκίνησε την ημέρα αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ και λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2020.[18] Ωστόσο, σύμφωνα με το προσαρτώμενο στη Συνθήκη Πρωτόκολλο (αριθ. 15) για ορισμένες διατάξεις που αφορούν το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν υποχρεούται να υιοθετήσει το ευρώ, εκτός εάν γνωστοποιήσει στο Συμβούλιο σχετική πρόθεσή του. Στις 30 Οκτωβρίου 1997 το Ηνωμένο Βασίλειο γνωστοποίησε στο Συμβούλιο ότι δεν προτίθεται να υιοθετήσει το ενιαίο νόμισμα την 1η Ιανουαρίου 1999 και έκτοτε η κατάσταση δεν έχει αλλάξει. Εν όψει αυτής της γνωστοποίησης, ορισμένες διατάξεις της Συνθήκης (μεταξύ αυτών και τα άρθρα 130 και 131) και του Καταστατικού δεν ισχύουν για το Ηνωμένο Βασίλειο. Συνεπώς, δεν υφίσταται επί του παρόντος νομική υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου να εξασφαλίσει τη συμβατότητα της εθνικής του νομοθεσίας (συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της Bank of England) προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.
Η αξιολόγηση της νομικής σύγκλισης έχει σκοπό να διευκολύνει το Συμβούλιο να αποφασίσει ποια κράτη-μέλη πληρούν “τις υποχρεώσεις τους για την επίτευξη της οικονομικής και νομισματικής ένωσης” (άρθρο 140(1) της Συνθήκης). Στον νομικό τομέα, οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν ειδικότερα την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και τη νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα.
Διάρθρωση της νομικής αξιολόγησης
Η νομική αξιολόγηση ακολουθεί σε γενικές γραμμές το πλαίσιο των προηγούμενων εκθέσεων της ΕΚΤ και του ΕΝΙ για τη νομική σύγκλιση.[19]
Κατά την εξέταση της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας λαμβάνονται υπόψη τα νομοθετικά μέτρα που έχουν θεσπιστεί πριν από τις 24 Μαρτίου 2020.
2.2.2 Αντικείμενο προσαρμογής
Τομείς προσαρμογής
Προκειμένου να προσδιοριστούν οι τομείς στους οποίους χρειάζεται προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας, εξετάζονται τα εξής θέματα:
- η συμβατότητα προς τις σχετικές με την ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ διατάξεις της Συνθήκης (άρθρο 130) και του Καταστατικού (άρθρα 7 και 14.2),
- η συμβατότητα προς τις διατάξεις περί εμπιστευτικότητας (άρθρο 37 του Καταστατικού),
- η συμβατότητα προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης (άρθρο 123 της Συνθήκης) και της προνομιακής πρόσβασης (άρθρο 124 της Συνθήκης),
- η συμβατότητα προς τον ενιαίο τρόπο γραφής του ευρώ, όπως απαιτείται από το δίκαιο της ΕΕ, και
- η νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα (ιδίως όσον αφορά τα άρθρα 12.1 και 14.3 του Καταστατικού).
“Συμβατότητα” έναντι “εναρμόνισης”
Το άρθρο 131 της Συνθήκης ορίζει ότι η εθνική νομοθεσία πρέπει να “είναι συμβατή” με τις Συνθήκες και το Καταστατικό. Κάθε ασυμβατότητα μεταξύ τους πρέπει συνεπώς να αίρεται. Η ανάγκη συμμόρφωσης προς αυτή την υποχρέωση δεν θίγεται ούτε από το γεγονός ότι οι Συνθήκες και το Καταστατικό κατισχύουν της εθνικής νομοθεσίας ούτε από τη φύση της ασυμβατότητας.
Η επιταγή βάσει της οποίας η εθνική νομοθεσία πρέπει να “είναι συμβατή” με τη Συνθήκη και το Καταστατικό δεν σημαίνει ότι η Συνθήκη απαιτεί “εναρμόνιση” των καταστατικών των ΕθνΚΤ μεταξύ τους ή με το Καταστατικό. Οι εθνικές ιδιαιτερότητες μπορούν να συνεχίσουν να υφίστανται στον βαθμό που δεν αντιβαίνουν στην αμετάκλητη αρμοδιότητα της ΕΕ επί νομισματικών θεμάτων. Πράγματι, το άρθρο 14.4 του Καταστατικού επιτρέπει στις ΕθνΚΤ να εκτελούν και άλλες λειτουργίες πέραν αυτών που καθορίζει το Καταστατικό, εφόσον αυτές δεν παρακωλύουν τους σκοπούς και τα καθήκοντα του ΕΣΚΤ. Διατάξεις των καταστατικών των ΕθνΚΤ που επιτρέπουν τέτοιες πρόσθετες λειτουργίες αποτελούν σαφές παράδειγμα περιπτώσεων όπου οι διαφορές μπορούν να διατηρηθούν. Αντίθετα, ο όρος “συμβατή” σημαίνει ότι πρέπει να γίνει προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας και των καταστατικών των ΕθνΚΤ ώστε να εξαλειφθούν οι ασυμβατότητες προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό και να εξασφαλιστεί ο αναγκαίος βαθμός ενσωμάτωσης των ΕθνΚΤ στο ΕΣΚΤ. Ειδικότερα, θα πρέπει να γίνει προσαρμογή όλων των διατάξεων που αντιβαίνουν στην ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ, όπως αυτή ορίζεται στη Συνθήκη, και στον ρόλο της ΕθνΚΤ ως αναπόσπαστου μέρους του ΕΣΚΤ. Δεν αρκεί συνεπώς η επίκληση της υπεροχής του δικαίου της ΕΕ έναντι της εθνικής νομοθεσίας προκειμένου να εκπληρωθεί η ανωτέρω προϋπόθεση.
Η υποχρέωση κατά το άρθρο 131 της Συνθήκης καλύπτει μόνο περιπτώσεις ασυμβατότητας προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό. Ωστόσο, όσες εθνικές νομοθετικές διατάξεις δεν είναι συμβατές προς το παράγωγο δίκαιο της ΕΕ όσον αφορά τους τομείς προσαρμογής που εξετάζονται στην παρούσα Έκθεση για τη Σύγκλιση θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν προς αυτό. Η υπεροχή του δικαίου της ΕΕ δεν θίγει την υποχρέωση προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας. Αυτή η γενική επιταγή απορρέει όχι μόνο από το άρθρο 131 της Συνθήκης, αλλά και από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[20]
Οι Συνθήκες και το Καταστατικό δεν υποδεικνύουν με ποιο τρόπο πρέπει να προσαρμόζεται η εθνική νομοθεσία. Η προσαρμογή μπορεί να γίνει με παραπομπές στις Συνθήκες και το Καταστατικό, με την ενσωμάτωση διατάξεων της Συνθήκης και του Καταστατικού και μνεία της πηγής τους, με την απαλοιφή των ασύμβατων διατάξεων ή με συνδυασμό αυτών των μεθόδων.
Επιπλέον, προκειμένου μεταξύ άλλων να επιτευχθεί και να διατηρηθεί η συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με τις Συνθήκες και το Καταστατικό, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη-μέλη πρέπει να ζητούν τη γνώμη της ΕΚΤ όσον αφορά σχέδια νομοθετικών διατάξεων στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με τα άρθρα 127(4) και 282(5) της Συνθήκης και το άρθρο 4 του Καταστατικού. Η Απόφαση 98/415/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 σχετικά με τη διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις εθνικές αρχές για τα σχέδια νομοθετικών διατάξεων[21] απαιτεί ρητώς από τα κράτη- μέλη να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης.
2.2.3 Ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ
Όσον αφορά την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, η εθνική νομοθεσία των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 έπρεπε να έχει προσαρμοστεί ώστε να συνάδει προς τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού και οι εν λόγω προσαρμογές έπρεπε να έχουν τεθεί σε ισχύ έως την 1η Μαΐου 2004, την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιουλίου 2013 αντίστοιχα. [22] Η Σουηδία ήταν υποχρεωμένη να θέσει σε ισχύ τις αναγκαίες προσαρμογές το αργότερο μέχρι την ημερομηνία ίδρυσης του ΕΣΚΤ, την 1η Ιουνίου 1998.
Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών
Τον Νοέμβριο του 1995 το ΕΝΙ συνέταξε κατάλογο με τα χαρακτηριστικά της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών (επακολούθησε λεπτομερής περιγραφή τους στην Έκθεση για τη Σύγκλιση του 1998), τα οποία αποτέλεσαν τότε τη βάση για την αξιολόγηση της εθνικής νομοθεσίας των κρατών-μελών, ιδίως των καταστατικών των ΕθνΚΤ. Η έννοια της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών περιλαμβάνει διάφορους τύπους ανεξαρτησίας που πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, δηλ. τη λειτουργική, τη θεσμική, την προσωπική και την οικονομική ανεξαρτησία. Τα τελευταία χρόνια αυτές οι πτυχές της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών αναλύθηκαν διεξοδικότερα στις γνώμες που εξέδωσε η ΕΚΤ. Αυτές αποτελούν και τη βάση για την αξιολόγηση του βαθμού σύγκλισης της εθνικής νομοθεσίας των κρατών-μελών με παρέκκλιση προς τις Συνθήκες και το Καταστατικό.
Λειτουργική ανεξαρτησία
Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά απαραίτητο μέσο για την επίτευξη ενός σκοπού ο οποίος πρέπει να έχει οριστεί με σαφήνεια και να υπερισχύει κάθε άλλου σκοπού. Για να υπάρχει λειτουργική ανεξαρτησία, ο πρωταρχικός σκοπός κάθε ΕθνΚΤ πρέπει να ορίζεται κατά τρόπο ώστε να υπάρχει σαφήνεια και ασφάλεια δικαίου και να συνάδει πλήρως προς τον πρωταρχικό σκοπό που καθιερώνει η Συνθήκη, δηλ. τη σταθερότητα των τιμών. Προς τούτο θα πρέπει να παρέχονται στην ΕθνΚΤ τα αναγκαία μέσα και εργαλεία ώστε να επιτυγχάνει αυτό τον σκοπό ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή. Η επιταγή της Συνθήκης περί ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών αντανακλά τη γενικώς κρατούσα άποψη ότι ο πρωταρχικός σκοπός, που είναι η σταθερότητα των τιμών, υπηρετείται καλύτερα από ένα πλήρως ανεξάρτητο ίδρυμα με επακριβώς καθορισμένη αποστολή. Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών είναι απόλυτα συμβατή με την υποχρέωσή τους να λογοδοτούν για τις αποφάσεις τους, η οποία συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης προς το καθεστώς ανεξαρτησίας τους. Αυτό προϋποθέτει διαφάνεια και διάλογο με τρίτους.
Σε ό,τι αφορά το χρονικό πλαίσιο, η Συνθήκη δεν διευκρινίζει πότε οι ΕθνΚΤ των κρατών-μελών με παρέκκλιση υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τον πρωταρχικό σκοπό της σταθερότητας των τιμών, κατά τα προβλεπόμενα στα άρθρα 127(1) και 282(2) της Συνθήκης και στο άρθρο 2 του Καταστατικού. Όσον αφορά τα κράτη-μέλη που εντάχθηκαν στην ΕΕ μετά την εισαγωγή του ευρώ, δεν είναι σαφές κατά πόσον αυτή η υποχρέωση ισχύει από την ημερομηνία προσχώρησης ή από την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ από τα εν λόγω κράτη-μέλη. Ενώ το άρθρο 127(1) της Συνθήκης δεν ισχύει για τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση (βλ. άρθρο 139(2)(γ) της Συνθήκης), το άρθρο 2 του Καταστατικού ισχύει για αυτά (βλ. άρθρο 42.1 του Καταστατικού). Η ΕΚΤ φρονεί ότι η υποχρέωση των ΕθνΚΤ να έχουν ως πρωταρχικό σκοπό τους τη σταθερότητα των τιμών ισχύει από την 1η Ιουνίου 1998 για τη Σουηδία και από την 1η Μαΐου 2004, την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιουλίου 2013 για τα κράτη-μέλη που προσχώρησαν στην ΕΕ αυτές τις ημερομηνίες. Η άποψη αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι μία από τις κατευθυντήριες αρχές της ΕΕ, δηλ. η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών (άρθρο 119 της Συνθήκης), ισχύει και για τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση. Βασίζεται επίσης σε έναν από τους σκοπούς της Συνθήκης, σύμφωνα με τον οποίο τα κράτη-μέλη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να επιτύχουν μακροοικονομική σύγκλιση, συμπεριλαμβανομένης της σταθερότητας των τιμών, προς την οποία άλλωστε κατατείνουν και οι τακτικές εκθέσεις της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το συμπέρασμα αυτό βασίζεται στο σκεπτικό που υπαγορεύει την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, σύμφωνα με το οποίο η ανεξαρτησία δικαιολογείται μόνο όταν η σταθερότητα των τιμών αποτελεί τον πρωταρχικό σκοπό.
Οι αξιολογήσεις κατά χώρα στην παρούσα έκθεση βασίζονται στα παραπάνω συμπεράσματα σε ό,τι αφορά το χρονικό πλαίσιο της υποχρέωσης των ΕθνΚΤ των κρατών-μελών με παρέκκλιση να θέτουν τη σταθερότητα των τιμών ως τον πρωταρχικό τους σκοπό.
Θεσμική ανεξαρτησία
Η αρχή της θεσμικής ανεξαρτησίας διατυπώνεται ρητώς στο άρθρο 130 της Συνθήκης και στο άρθρο 7 του Καταστατικού. Αυτά τα δύο άρθρα απαγορεύουν στις ΕθνΚΤ και στα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεών τους να ζητούν ή να δέχονται υποδείξεις από θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της ΕΕ, κυβερνήσεις κρατών-μελών ή οποιοδήποτε άλλο όργανο. Απαγορεύουν επίσης σε όργανα, οργανισμούς, υπηρεσίες και φορείς της ΕΕ και σε κυβερνήσεις κρατών-μελών να επιδιώκουν να ασκούν επιρροή σε εκείνα τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που μπορούν με τις αποφάσεις τους να επηρεάσουν την εκ μέρους των ΕθνΚΤ εκπλήρωση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ. Εάν η εθνική νομοθεσία αναπαράγει το άρθρο 130 της Συνθήκης και το άρθρο 7 του Καταστατικού, πρέπει να αντανακλά και τις δύο απαγορεύσεις και να μην περιορίζει το πεδίο εφαρμογής τους.[23] H αναγνώριση της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών δεν συνεπάγεται την εξαίρεσή τους από κάθε κανόνα δικαίου και τη θωράκισή τους από οποιουδήποτε είδους νομοθεσία.[24]
Ανεξαρτήτως του αν μια ΕθνΚΤ έχει συσταθεί και λειτουργεί ως κρατικός οργανισμός, ως ιδιάζον νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή απλώς ως ανώνυμος εταιρία, υπάρχει κίνδυνος ο ιδιοκτήτης της να ασκεί επιρροή στη λήψη αποφάσεων επί θεμάτων σχετικών με τα καθήκοντα που αφορούν το ΕΣΚΤ, λόγω της ιδιοκτησιακής σχέσης.[25] Η επιρροή αυτή, είτε ασκείται μέσω των δικαιωμάτων των μετόχων είτε με άλλο τρόπο, είναι δυνατόν να θίγει την ανεξαρτησία της ΕθνΚΤ και ως εκ τούτου πρέπει να περιορίζεται διά νόμου.
Το νομικό πλαίσιο των κεντρικών τραπεζών πρέπει να παρέχει μια σταθερή και μακροπρόθεσμη βάση για τη λειτουργία μιας κεντρικής τράπεζας. Ένα νομικό πλαίσιο που επιτρέπει συχνές μεταβολές του θεσμικού πλαισίου μιας ΕθνΚΤ, επηρεάζοντας έτσι τη σταθερότητά της σε επίπεδο οργάνωσης και διακυβέρνησης, θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τη θεσμική ανεξαρτησία της εν λόγω ΕθνΚΤ.[26]
Απαγόρευση υποδείξεων
Το δικαίωμα τρίτων να προβαίνουν σε υποδείξεις στις ΕθνΚΤ, στα όργανα λήψεως αποφάσεών τους ή στα μέλη αυτών των οργάνων όσον αφορά καθήκοντα σχετικά με το ΕΣΚΤ είναι ασύμβατο προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.
Οποιαδήποτε συμμετοχή μιας ΕθνΚΤ στην εφαρμογή μέτρων ενίσχυσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας πρέπει να είναι συμβατή προς τη Συνθήκη, δηλ. οι λειτουργίες μιας ΕθνΚΤ πρέπει να εκτελούνται κατά τρόπο πλήρως συμβατό προς τη λειτουργική, τη θεσμική και την οικονομική ανεξαρτησία της, προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων της με βάση τη Συνθήκη και το Καταστατικό.[27] Στον βαθμό που η εθνική νομοθεσία προβλέπει ρόλο της ΕθνΚΤ πέραν των συμβουλευτικών λειτουργιών και απαιτεί την ανάληψη πρόσθετων καθηκόντων εκ μέρους της ΕθνΚΤ, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι αυτά δεν επηρεάζουν από λειτουργικής και οικονομικής πλευράς την ικανότητα της ΕθνΚΤ να εκτελεί τα σχετικά με το ΕΣΚΤ καθήκοντά της.[28] Επιπλέον, όταν μετέχουν εκπρόσωποι της ΕθνΚΤ σε συλλογικά εποπτικά όργανα λήψεως αποφάσεων ή άλλες αρχές, πρέπει να λαμβάνεται δέουσα μέριμνα για τα εχέγγυα προσωπικής ανεξαρτησίας των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ.[29]
Απαγόρευση έγκρισης, αναστολής, ακύρωσης ή αναβολής αποφάσεων
Το δικαίωμα οποιουδήποτε τρίτου να εγκρίνει, να αναστέλλει, να ακυρώνει ή να αναβάλλει αποφάσεις μιας ΕθνΚΤ όσον αφορά καθήκοντα που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ είναι ασύμβατο προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.[30]
Απαγόρευση ελέγχου για νομικούς λόγους
Το δικαίωμα οποιουδήποτε οργάνου, πέραν των ανεξάρτητων δικαστηρίων, να ασκεί έλεγχο για νομικούς λόγους σε αποφάσεις που αφορούν την εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ είναι ασύμβατο προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό, καθώς η εκτέλεση αυτών των καθηκόντων δεν υπόκειται σε επαναξιολόγηση σε πολιτικό επίπεδο. Το δικαίωμα του διοικητή μιας ΕθνΚΤ να αναστέλλει για νομικούς λόγους την εφαρμογή αποφάσεων του ΕΣΚΤ ή οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ και εν συνεχεία να τις παραπέμπει σε πολιτικά όργανα για να λάβουν οριστική απόφαση ισοδυναμεί με το να ζητά υποδείξεις από τρίτους.
Απαγόρευση συμμετοχής σε όργανα λήψεως αποφάσεων μιας ΕθνΚΤ με δικαίωμα ψήφου
Δεν είναι συμβατή με τη Συνθήκη και το Καταστατικό η συμμετοχή εκπροσώπων τρίτων στα όργανα λήψεως αποφάσεων μιας ΕθνΚΤ με δικαίωμα ψήφου σε θέματα εκτέλεσης καθηκόντων της ΕθνΚΤ που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ, ακόμη και αν η ψήφος αυτή δεν είναι αποφασιστική. Μια τέτοια συμμετοχή, ακόμη και χωρίς δικαίωμα ψήφου, δεν είναι συμβατή με τη Συνθήκη και το Καταστατικό όταν παρεμβαίνει στην εκτέλεση καθηκόντων που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ από το εν λόγω όργανο λήψεως αποφάσεων ή όταν θέτει σε κίνδυνο τη συμμόρφωση προς το καθεστώς εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ.[31]
Απαγόρευση εκ των προτέρων διαβούλευσης σχετικά με απόφαση μιας ΕθνΚΤ
Ρητή καταστατική διάταξη που υποχρεώνει την ΕθνΚΤ να συμβουλεύεται εκ των προτέρων τρίτους σχετικά με τις αποφάσεις της παρέχει σ' αυτούς τους τρίτους έναν επίσημο μηχανισμό ώστε να επηρεάζουν την τελική απόφαση, και συνεπώς είναι ασύμβατη προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό.
Πάντως, ο διάλογος μεταξύ μιας ΕθνΚΤ και τρίτων, ακόμη και όταν βασίζεται σε καταστατικές υποχρεώσεις περί παροχής πληροφοριών και ανταλλαγής απόψεων, είναι συμβατός προς την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, υπό την προϋπόθεση ότι:
- δεν καταλήγει σε παρακώλυση της ανεξαρτησίας των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ,
- γίνεται πλήρως σεβαστό το ειδικό καθεστώς που διέπει τους Διοικητές των ΕθνΚΤ ως μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ και
- τηρούνται οι επιταγές περί εμπιστευτικότητας που απορρέουν από τις διατάξεις του Καταστατικού.[32]
Απαλλαγή των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ από κάθε ευθύνη
Καταστατικές διατάξεις που αφορούν την εκ μέρους τρίτων (π.χ. κυβερνήσεων) απαλλαγή των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ από κάθε ευθύνη (π.χ. σε σχέση με τον οικονομικό απολογισμό) πρέπει να περιέχουν επαρκείς ασφαλιστικές δικλίδες ώστε η εξουσία αυτή να μην επηρεάζει δυσμενώς τη δυνατότητα του μέλους της εν λόγω ΕθνΚΤ να αποφασίζει ανεξάρτητα επί θεμάτων σχετικών με το ΕΣΚΤ (ή να εφαρμόζει τις αποφάσεις που λαμβάνονται σε επίπεδο ΕΣΚΤ). Συνιστάται η εισαγωγή σχετικής ρητής διάταξης στα καταστατικά των ΕθνΚΤ.
Προσωπική ανεξαρτησία
Η διάταξη του Καταστατικού που διασφαλίζει τη θητεία των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ αποτελεί πρόσθετο εχέγγυο της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών. Οι διοικητές των ΕθνΚΤ είναι μέλη του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και γίνονται μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου από τη στιγμή που τα αντίστοιχα κράτη-μέλη υιοθετούν το ευρώ. Το άρθρο 14.2 του Καταστατικού ορίζει ότι τα καταστατικά των ΕθνΚΤ πρέπει να προβλέπουν ειδικότερα ότι η θητεία του διοικητή δεν θα είναι μικρότερη από πέντε έτη. Το άρθρο επίσης παρέχει προστασία κατά της αυθαίρετης απαλλαγής των διοικητών από τα καθήκοντά τους, ορίζοντας ότι η απαλλαγή από τα καθήκοντά τους είναι δυνατή μόνο εάν δεν πληρούν πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ή εάν διαπράξουν βαρύ παράπτωμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το άρθρο 14.2 του Καταστατικού. προβλέπει τη δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο έχει την εξουσία να ακυρώσει την εθνική απόφαση που έχει ληφθεί για απαλλαγή ενός Διοικητή από τα καθήκοντά του.[33] Η θέση ενός διοικητή σε αναστολή μπορεί στην πράξη να ισοδυναμεί με απαλλαγή από τα καθήκοντά του, για τους σκοπούς του άρθρου 14.2 του Καταστατικού.[34] Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ θα πρέπει να συμμορφώνονται προς τη διάταξη αυτή κατά τα ακολούθως οριζόμενα.
Το άρθρο 130 της Συνθήκης απαγορεύει στις εθνικές κυβερνήσεις και άλλα όργανα να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ειδικότερα, τα κράτη-μέλη δεν πρέπει να επιδιώκουν να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ τροποποιώντας εθνικές νομοθετικές διατάξεις που έχουν επίδραση στις αμοιβές τους. Αυτές οι τροποποιήσεις θα πρέπει, κατ' αρχήν, να ισχύουν μόνο για μελλοντικούς διορισμούς.[35]
Ελάχιστη θητεία διοικητών
Σύμφωνα με το άρθρο 14.2 του Καταστατικού, τα καταστατικά των ΕθνΚΤ πρέπει να προβλέπουν ότι η θητεία του διοικητή δεν θα είναι μικρότερη από πέντε έτη. Αυτό δεν αποκλείει θητεία μεγαλύτερης διάρκειας, ενώ στην περίπτωση θητείας αόριστης διάρκειας, δεν απαιτείται προσαρμογή των καταστατικών εφόσον οι λόγοι απαλλαγής του διοικητή από τα καθήκοντά του είναι σύμφωνοι με τους αναφερόμενους στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού. Θητείες μικρότερης διάρκειας δεν μπορούν να αιτιολογηθούν ακόμη και αν εφαρμόζονται μόνο σε μεταβατικές περιόδους.[36] Εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει ηλικία υποχρεωτικής συνταξιοδότησης, θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι αυτή δεν διακόπτει την ελάχιστη διάρκεια της θητείας του διοικητή, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού, η οποία υπερισχύει κάθε ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης που ενδεχομένως προβλέπεται για τον διοικητή.[37] Όταν τροποποιείται το καταστατικό της οικείας ΕθνΚΤ, ο τροποποιητικός νόμος πρέπει να διασφαλίζει τη θητεία του διοικητή και άλλων μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων που μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ.[38]
Λόγοι απαλλαγής διοικητών από τα καθήκοντά τους
Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι ο διοικητής δεν μπορεί να παυθεί για λόγους πέραν αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού. Σκοπός της επιταγής βάσει του εν λόγω άρθρου είναι να αποτρέπει τις αρχές που συμμετέχουν στον διορισμό των διοικητών, ιδίως της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου, από το να παύουν τους διοικητές κατά τη διακριτική τους ευχέρεια. Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ θα πρέπει είτε να παραπέμπουν στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού είτε να ενσωματώνουν τις διατάξεις του και να μνημονεύουν την προέλευσή τους είτε να απαλείφουν κάθε ασυμβατότητα προς τους λόγους απαλλαγής από τα καθήκοντα που προβλέπονται στο άρθρο 14.2 είτε να παραλείπουν οποιαδήποτε αναφορά σε λόγους απαλλαγής από τα καθήκοντα (δεδομένου ότι το άρθρο 14.2 έχει ευθεία εφαρμογή).[39] Μετά την εκλογή ή τον διορισμό τους, οι διοικητές δεν μπορούν να απαλλαγούν από τα καθήκοντά τους παρά μόνο υπό τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 14.2 του Καταστατικού, έστω και αν δεν έχουν αναλάβει ακόμη τα καθήκοντά τους. Καθώς οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας διοικητής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του αποτελούν αυτόνομες έννοιες του δικαίου της Ένωσης, η εφαρμογή και ερμηνεία τους δεν εξαρτώνται από το εκάστοτε εθνικό πλαίσιο.[40] Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι τελικώς αρμόδιο, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που του αναθέτει το άρθρο 14.2, δεύτερο εδάφιο, του Καταστατικού, να επιβεβαιώσει ότι μια απόφαση για απαλλαγή του διοικητή μιας εθνικής κεντρικής τράπεζας από τα καθήκοντά του αιτιολογείται βάσει επαρκών ενδείξεων ότι έχει διαπράξει σοβαρό παράπτωμα ικανό να δικαιολογήσει ένα τέτοιο μέτρο.[41]
Διασφάλιση της θητείας και λόγοι απαλλαγής από τα καθήκοντα άλλων (πλην των διοικητών) μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ
Η εφαρμογή των ίδιων κανόνων για τη διασφάλιση της θητείας και τους λόγους απαλλαγής διοικητών από τα καθήκοντά τους και σε άλλα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ εγγυάται την προσωπική ανεξαρτησία αυτών των προσώπων.[42] Οι διατάξεις του άρθρου 14.2 του Καταστατικού δεν περιορίζονται στη διασφάλιση της θητείας μόνο των διοικητών, και το άρθρο 130 της Συνθήκης και το άρθρο 7 του Καταστατικού αναφέρονται σε “μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων” των ΕθνΚΤ και όχι ειδικά στους διοικητές. Αυτό ισχύει ιδίως στις περιπτώσεις όπου ο διοικητής είναι “πρώτος μεταξύ ίσων” σε σχέση με τα άλλα μέλη και με ισότιμη ψήφο ή όταν αυτά τα άλλα μέλη μετέχουν στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ.
Δικαίωμα προσφυγής
Τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ πρέπει να έχουν το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον ανεξάρτητων δικαστηρίων κατά οποιασδήποτε απόφασης περί απαλλαγής αυτών από τα καθήκοντά τους, ούτως ώστε να περιορίζονται τα περιθώρια χρήσης διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους των πολιτικών οργάνων κατά την αξιολόγηση των λόγων μιας τέτοιας απόφασης.
Το άρθρο 14.2 του Καταστατικού ορίζει ότι διοικητής ΕθνΚΤ ο οποίος έχει παυθεί μπορεί να προσβάλει τη σχετική απόφαση ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εθνική νομοθεσία θα πρέπει είτε να παραπέμπει στο Καταστατικό είτε να παραλείπει οποιαδήποτε αναφορά στο δικαίωμα προσφυγής κατά της απόφασης ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεδομένου ότι το άρθρο 14.2 του Καταστατικού έχει ευθεία εφαρμογή).
Η εθνική νομοθεσία θα πρέπει επίσης να προβλέπει ότι δικαίωμα προσφυγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων κατά απόφασης για την παύση αυτού έχει και οποιοδήποτε άλλο μέλος των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ το οποίο μετέχει στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ. Αυτό το δικαίωμα είναι δυνατόν να ανάγεται σε γενικούς κανόνες δικαίου ή να θεσπίζεται και με ειδική διάταξη. Μολονότι είναι δυνατή η επίκληση των γενικών κανόνων δικαίου, για λόγους ασφάλειας δικαίου θα ήταν σκόπιμο αυτό το δικαίωμα να προβλέπεται και ειδικώς.
Ασφαλιστικές δικλίδες έναντι συγκρούσεων συμφερόντων
Για να υπάρχει προσωπική ανεξαρτησία, θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να μην ανακύπτουν συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των καθηκόντων μελών οργάνων λήψεως αποφάσεων των ΕθνΚΤ που εμπλέκονται στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ έναντι της οικείας ΕθνΚΤ (και επίσης των διοικητών έναντι της ΕΚΤ) και άλλων λειτουργιών τις οποίες τυχόν ασκούν και οι οποίες μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την προσωπική τους ανεξαρτησία.[43] Η ιδιότητα του μέλους οργάνου λήψεως αποφάσεων εμπλεκόμενου στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ είναι κατ' αρχήν ασυμβίβαστη προς την άσκηση άλλων λειτουργιών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων. Ειδικότερα, τα μέλη των εν λόγω οργάνων λήψεως αποφάσεων δεν επιτρέπεται να κατέχουν θέσεις ή να έχουν συμφέροντα που είναι δυνατόν να επηρεάσουν τις δραστηριότητές τους, δηλ. είτε να κατέχουν θέσεις στην εκτελεστική ή νομοθετική λειτουργία του κράτους ή σε περιφερειακές ή τοπικές διοικητικές αρχές είτε να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να λαμβάνεται ώστε να αποφεύγονται πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων στην περίπτωση μη εκτελεστικών μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων.
Οικονομική ανεξαρτησία
Η ανεξαρτησία μιας ΕθνΚΤ στο σύνολό της μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο εάν αυτή δεν διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους που να της εξασφαλίζουν αυτονομία κατά την εκπλήρωση της αποστολής της, δηλ. κατά την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων που της ανατίθενται σύμφωνα με τη Συνθήκη και το Καταστατικό.
Τα κράτη-μέλη δεν πρέπει να περιάγουν τις ΕθνΚΤ σε κατάσταση ανεπάρκειας οικονομικών πόρων ή καθαρής περιουσιακής θέσεης ώστε αυτές να αδυνατούν[44] να ασκήσουν τα καθήκοντά τους που αφορούν κατά περίπτωση είτε το ΕΣΚΤ είτε το Ευρωσύστημα. Σημειωτέον ότι το άρθρο 28.1 και το άρθρο 30.4 του Καταστατικού προβλέπουν ότι η ΕΚΤ έχει τη δυνατότητα να ζητά από τις ΕθνΚΤ να καταβάλλουν πρόσθετες εισφορές στο κεφάλαιό της και να προβαίνουν σε περαιτέρω μεταβιβάσεις συναλλαγματικών διαθεσίμων.[45] Επιπλέον, το άρθρο 33.2 του Καταστατικού προβλέπει[46] ότι σε περίπτωση ζημίας της ΕΚΤ και κατά την έκταση που το γενικό αποθεματικό της δεν επαρκεί για την πλήρη κάλυψή της, η ζημία είναι δυνατόν, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, να συμψηφίζεται προς το νομισματικό εισόδημα του αντίστοιχου οικονομικού έτους κατ’ αναλογία και μέχρι του ποσού που κατανέμεται σε κάθε ΕθνΚΤ. Η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας σημαίνει ότι η συμμόρφωση προς αυτές τις διατάξεις δεν θα πρέπει να θίγει την ικανότητα των ΕθνΚΤ να ασκούν τις λειτουργίες τους.
Επιπλέον, η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας συνεπάγεται ότι οι ΕθνΚΤ πρέπει να διαθέτουν επαρκείς πόρους για να ασκούν όχι μόνο τα καθήκοντά τους που αφορούν το ΕΣΚΤ, αλλά και τα εθνικά τους καθήκοντα (π.χ. εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα, κάλυψη διοικητικών δαπανών και κόστους των δικών τους εργασιών, παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα[47]).
Για όλους τους ανωτέρω λόγους, η αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας συνεπάγεται επίσης ότι μια ΕθνΚΤ πρέπει να διαθέτει πάντοτε επαρκή ίδια κεφάλαια. Συγκεκριμένα, πρέπει να αποφεύγονται περιπτώσεις όπου για παρατεταμένη χρονική περίοδο τα ίδια κεφάλαια της ΕθνΚΤ υπολείπονται του ιδρυτικού της κεφαλαίου ή και είναι αρνητικά, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων όπου ζημίες που υπερβαίνουν το ύψος του ιδρυτικού κεφαλαίου και των αποθεματικών μεταφέρονται στην επόμενη χρήση.[48] Σε μια τέτοια κατάσταση μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά η ικανότητα μιας ΕθνΚΤ να εκτελεί τα καθήκοντά της σε επίπεδο ΕΣΚΤ αλλά και σε εθνικό επίπεδο. Επιπλέον, η κατάσταση αυτή μπορεί να επηρεάσει την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που τα ίδια κεφάλαια μιας ΕθνΚΤ υπολείπονται του ιδρυτικού της κεφαλαίου ή είναι αρνητικά, το αντίστοιχο κράτος-μέλος θα πρέπει να παράσχει στην ΕθνΚΤ ένα ποσό κατάλληλου ύψους και τουλάχιστον ίσο με το ιδρυτικό της κεφάλαιο εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση προς την αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας. Όσον αφορά την ΕΚΤ, η σημασία αυτού του ζητήματος αναγνωρίστηκε από το Συμβούλιο με την έκδοση του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1009/2000 του Συμβουλίου της 8ης Μαΐου 2000 σχετικά με τις αυξήσεις κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.[49] Ο εν λόγω κανονισμός έδωσε τη δυνατότητα στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ να αποφασίζει αύξηση του κεφαλαίου της ΕΚΤ, προκειμένου η κεφαλαιακή της βάση να παραμένει επαρκής για την υποστήριξη των λειτουργιών της,[50] οι δε ΕθνΚΤ θα πρέπει να έχουν την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθούν σε τέτοια απόφαση της ΕΚΤ.
Η έννοια της οικονομικής ανεξαρτησίας θα πρέπει να κρίνεται με γνώμονα το αν τρίτοι μπορούν να ασκούν είτε άμεση είτε έμμεση επιρροή όχι μόνο στα καθήκοντα της ΕθνΚΤ, αλλά και στην ικανότητά της – τόσο τη λειτουργική, από την άποψη του ανθρώπινου δυναμικού, όσο και την οικονομική, από την άποψη των κατάλληλων οικονομικών πόρων – να εκπληρώνει την αποστολή της. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι ακόλουθες τέσσερις πτυχές της οικονομικής ανεξαρτησίας.[51] Πρόκειται για τα χαρακτηριστικά της οικονομικής ανεξαρτησίας ως προς τα οποία οι ΕθνΚΤ είναι περισσότερο ευάλωτες σε έξωθεν επιρροές.
Καθορισμός του προϋπολογισμού
Εάν τρίτος έχει εξουσία να καθορίζει ή να επηρεάζει τον προϋπολογισμό μιας ΕθνΚΤ, αυτό είναι ασύμβατο προς την οικονομική ανεξαρτησία, εκτός εάν η νομοθεσία περιέχει ρήτρα διασφάλισης σύμφωνα με την οποία η εξουσία αυτή δεν θίγει τους οικονομικούς πόρους που είναι απαραίτητοι για την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων της ΕθνΚΤ.[52]
Λογιστικοί κανόνες
Οι λογαριασμοί θα πρέπει να καταρτίζονται σύμφωνα με γενικούς λογιστικούς κανόνες ή σύμφωνα με κανόνες που ορίζονται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ. Σε περίπτωση που αυτοί οι κανόνες ορίζονται από τρίτους, τότε θα πρέπει τουλάχιστον να λαμβάνονται υπόψη τα προταθέντα από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ.
Οι ετήσιες λογιστικές καταστάσεις πρέπει να εγκρίνονται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ, με τη συνδρομή ανεξάρτητων ελεγκτών, και είναι δυνατόν να υπόκεινται σε εκ των υστέρων έγκριση από τρίτους (π.χ. την κυβέρνηση ή το κοινοβούλιο). Τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ θα πρέπει να μπορούν να αποφασίζουν επί του υπολογισμού των κερδών ανεξάρτητα και σύμφωνα με επαγγελματικά πρότυπα.
Όταν οι εργασίες μιας ΕθνΚΤ υπόκεινται στον έλεγχο κρατικής ελεγκτικής υπηρεσίας ή άλλου παρόμοιου οργάνου επιφορτισμένου με τον έλεγχο της χρήσης των δημόσιων πόρων, η έκταση του ελέγχου πρέπει να καθορίζεται σαφώς από το νομικό πλαίσιο,[53] να μη θίγει τις δραστηριότητες του ανεξάρτητου εξωτερικού ελεγκτή της ΕθνΚΤ[54] και επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της θεσμικής ανεξαρτησίας, πρέπει να συνάδει προς την απαγόρευση της παροχής υποδείξεων προς τις ΕθνΚΤ και τα όργανα λήψεως αποφάσεων αυτών και να μη συγκρούεται με τα καθήκοντα της ΕθνΚΤ που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ.[55] Ο έλεγχος εκ μέρους της κρατικής αρχής δεν πρέπει να βασίζεται σε πολιτικά κριτήρια, πρέπει να είναι ανεξάρτητος και να ακολουθεί αμιγώς επαγγελματικά πρότυπα.[56]
Διανομή κερδών, κεφάλαιο της ΕΚΤ και σχηματισμός προβλέψεων
Όσον αφορά τη διανομή των κερδών, το καταστατικό της ΕθνΚΤ μπορεί να ορίζει με ποιον τρόπο διανέμονται τα κέρδη της. Εάν δεν υπάρχουν σχετικές διατάξεις, η απόφαση για τη διάθεση των κερδών πρέπει να λαμβάνεται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ με επαγγελματικά κριτήρια και δεν πρέπει να υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια τρίτων, εκτός εάν με ρητή διάταξη κατοχυρώνεται ότι η εν λόγω διακριτική ευχέρεια δεν θίγει τους οικονομικούς πόρους που είναι αναγκαίοι για την εκτέλεση των σχετικών με το ΕΣΚΤ καθηκόντων της ΕθνΚΤ, αλλά και των εθνικών της καθηκόντων.[57]
Μεταφορά κερδών στον κρατικό προϋπολογισμό επιτρέπεται μόνο εφόσον έχουν καλυφθεί τυχόν συσσωρευθείσες ζημίες προηγούμενων ετών[58] και έχουν σχηματιστεί οι προβλέψεις που κρίνονται απαραίτητες για τη διασφάλιση της πραγματικής αξίας του κεφαλαίου της ΕθνΚΤ και του ενεργητικού της. Δεν επιτρέπονται προσωρινά ή ad hoc νομοθετικά μέτρα που ισοδυναμούν με παροχή υποδείξεων προς τις ΕθνΚΤ σε σχέση με την κατανομή των κερδών τους.[59] Ομοίως, η επιβολή φόρου σε μη πραγματοποιηθείσα υπεραξία κεφαλαίου μιας ΕθνΚΤ θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της οικονομικής ανεξαρτησίας.[60]
Δεν επιτρέπεται στα κράτη-μέλη να επιβάλλουν μειώσεις του κεφαλαίου των ΕθνΚΤ χωρίς προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ότι η ΕθνΚΤ διατηρεί επαρκείς οικονομικούς πόρους για την εκπλήρωση της αποστολής της ως μέλους του ΕΣΚΤ σύμφωνα με το άρθρο 127(2) της Συνθήκης και το Καταστατικό. Για τον ίδιο λόγο, οποιαδήποτε τροποποίηση των κανόνων διανομής των κερδών μιας ΕθνΚΤ μπορεί να προταθεί και να αποφασιστεί μόνο σε στενή συνεργασία με την αντίστοιχη ΕθνΚΤ, η οποία είναι η πλέον κατάλληλη να αξιολογήσει το απαιτούμενο ύψος αποθεματικού κεφαλαίου της.[61] Όσον αφορά τον σχηματισμό προβλέψεων ή αποθεμάτων ασφαλείας, οι ΕθνΚΤ πρέπει να είναι ελεύθερες να σχηματίζουν ανεξάρτητα προβλέψεις για να διασφαλίζουν την πραγματική αξία του κεφαλαίου και του ενεργητικού τους. Επίσης, τα κράτη-μέλη δεν δύνανται να εμποδίσουν τον σχηματισμό αποθεματικού κεφαλαίου από τις ΕθνΚΤ στο επίπεδο που είναι αναγκαίο για να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη του ΕΣΚΤ.[62]
Οικονομική ευθύνη για τις εποπτικές αρχές
Στα περισσότερα κράτη-μέλη οι αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα υπάγονται οργανωτικά στην οικεία ΕθνΚΤ. Όταν οι αρχές αυτές υπόκεινται στις ανεξάρτητες αποφάσεις της ΕθνΚΤ, δεν υφίσταται πρόβλημα. Όταν όμως η νομοθεσία προβλέπει ότι οι εν λόγω εποπτικές αρχές αποφασίζουν αυτοτελώς, είναι σημαντικό οι αποφάσεις τους να μην θέτουν σε κίνδυνο τα οικονομικά της ΕθνΚΤ ως συνόλου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εθνική νομοθεσία πρέπει να επιτρέπει στην ΕθνΚΤ τον τελικό έλεγχο κάθε απόφασης των εποπτικών αρχών που θα μπορούσε να επηρεάσει την ανεξαρτησία της, ιδίως την οικονομική.
Αυτονομία σε θέματα προσωπικού
Τα κράτη-μέλη δεν επιτρέπεται να περιορίζουν τη δυνατότητα της ΕθνΚΤ να προσλαμβάνει και να απασχολεί το αναγκαίο εξειδικευμένο προσωπικό ώστε να εκπληρώνει ανεξάρτητα τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τη Συνθήκη και το Καταστατικό.[63] Επίσης, δεν είναι επιτρεπτό η ΕθνΚΤ να περιέρχεται σε κατάσταση τέτοια ώστε να έχει περιορισμένο ή μηδενικό έλεγχο επί του προσωπικού της ή η κυβέρνηση κράτους-μέλους να είναι σε θέση να επηρεάζει την πολιτική της ΕθνΚΤ σε θέματα προσωπικού.[64] Τυχόν τροποποίηση των νομοθετικών διατάξεων που διέπουν τις αποδοχές των μελών των οργάνων λήψεως αποφάσεων και των υπαλλήλων μιας ΕθνΚΤ πρέπει να αποφασίζεται σε στενή και ουσιαστική συνεργασία με την ΕθνΚΤ,[65] και να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι απόψεις της ΕθνΚΤ, ώστε αυτή να μπορεί να συνεχίσει να εκτελεί ανεξάρτητα τα καθήκοντά της.[66] Η αυτονομία σε θέματα προσωπικού εκτείνεται και σε θέματα συντάξεων του προσωπικού. Επιπλέον, τροποποιήσεις που οδηγούν σε μειώσεις των αποδοχών του προσωπικού μιας ΕθνΚΤ δεν θα πρέπει να παρεμβαίνουν στην εξουσία της ΕθνΚΤ να διαχειρίζεται τους οικονομικούς της πόρους, συμπεριλαμβανομένων κεφαλαίων που προκύπτουν από τυχόν μειώσεις των μισθών που καταβάλλει.[67]
Δικαιώματα κυριότητας και λοιπά περιουσιακά δικαιώματα
Το δικαίωμα τρίτων να παρεμβαίνουν ή να παρέχουν υποδείξεις στην ΕθνΚΤ σε σχέση με την περιουσία της ΕθνΚΤ είναι ασύμβατο προς την αρχή της οικονομικής ανεξαρτησίας.
2.2.4 Εμπιστευτικότητα
Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που επιβάλλεται στο προσωπικό και στα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ και των ΕθνΚΤ βάσει του άρθρου 37 του Καταστατικού μπορεί να οδηγεί στην πρόβλεψη ανάλογων διατάξεων στα καταστατικά των ΕθνΚΤ ή στη νομοθεσία των κρατών-μελών. Η υπεροχή του δικαίου της ΕΕ και των κανόνων που θεσπίζονται βάσει αυτού συνεπάγεται επίσης ότι η εθνική νομοθεσία για την πρόσβαση τρίτων σε έγγραφα θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις συναφείς διατάξεις του δικαίου της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 37 του Καταστατικού, και δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε παραβιάσεις του καθεστώτος εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ. Η πρόσβαση κρατικής ελεγκτικής υπηρεσίας ή παρόμοιου οργάνου σε εμπιστευτικές πληροφορίες και έγγραφα της ΕθνΚΤ πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι είναι απαραίτητο για την εκτέλεση των καταστατικών καθηκόντων του οργάνου που λαμβάνει τις πληροφορίες και να μην θίγει την ανεξαρτησία του ΕΣΚΤ και το καθεστώς εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ στο οποίο υπόκεινται τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων και το προσωπικό της ΕθνΚΤ. [68] Οι ΕθνΚΤ πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω όργανα προστατεύουν την εμπιστευτικότητα των κοινοποιούμενων προς αυτά πληροφοριών και εγγράφων εφαρμόζοντας το ίδιο επίπεδο ασφαλείας όπως και οι ΕθνΚΤ.
2.2.5 Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης και προνομιακής πρόσβασης
Όσον αφορά την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και της προνομιακής πρόσβασης, η εθνική νομοθεσία των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004, το 2007 ή το 2013 έπρεπε να προσαρμοστεί ούτως ώστε να είναι συμβατή προς τις συναφείς διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού με ισχύ από 1ης Μαΐου 2004, από 1ης Ιανουαρίου 2007 και από 1ης Ιουλίου 2013 αντιστοίχως. Η Σουηδία ήταν υποχρεωμένη να θέσει σε ισχύ τις αναγκαίες προσαρμογές μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1995.
Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης
Το άρθρο 123(1) της Συνθήκης απαγορεύει στην ΕΚΤ ή στις ΕθνΚΤ να παρέχουν διευκολύνσεις υπεραναλήψεων ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις προς θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της ΕΕ, κεντρικές κυβερνήσεις περιφερειακές, τοπικές ή άλλες δημόσιες αρχές, άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών-μελών. Επίσης απαγορεύει στην ΕΚΤ ή στις ΕθνΚΤ να αγοράζουν απευθείας χρεόγραφα από τους παραπάνω οργανισμούς ή φορείς. Η Συνθήκη προβλέπει μια εξαίρεση από αυτή την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης: η απαγόρευση δεν ισχύει προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα του δημόσιου τομέα τα οποία, στο πλαίσιο της παροχής ρευστών διαθεσίμων εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών, πρέπει να εξομοιώνονται προς τα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα (άρθρο 123(2) της Συνθήκης). Επίσης, η ΕΚΤ και οι ΕθνΚΤ μπορούν να ενεργούν ως δημοσιονομικοί αντιπρόσωποι για λογαριασμό των ως άνω φορέων του δημόσιου τομέα (άρθρο 21.2 του Καταστατικού). Το ακριβές πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης αποσαφηνίζεται περαιτέρω στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93 του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1993 για τον προσδιορισμό των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των απαγορεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 104 και στο άρθρο 104β(1) της Συνθήκης,[69] σύμφωνα με τον οποίο η απαγόρευση περιλαμβάνει κάθε χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων.
Η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης είναι θεμελιώδους σημασίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι δεν παρακωλύεται ο πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής (δηλ. η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών). Επιπλέον, η χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα μέσω της κεντρικής τράπεζας ελαττώνει την πίεση για δημοσιονομική πειθαρχία. Ως εκ τούτου, η απαγόρευση πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά, ώστε να διασφαλίζεται η αυστηρή εφαρμογή της, με την επιφύλαξη των συγκεκριμένων και μόνο εξαιρέσεων που προβλέπονται περιοριστικώς στο άρθρο 123(2) της Συνθήκης και στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93. Έτσι, παρόλο που το άρθρο 123(1) της Συνθήκης αναφέρεται συγκεκριμένα σε “πιστωτικές διευκολύνσεις”, δηλ. με υποχρέωση αποπληρωμής του κεφαλαίου, η απαγόρευση ισχύει κατά μείζονα λόγο και για άλλες μορφές χρηματοδότησης, δηλ. χωρίς υποχρέωση αποπληρωμής.
Η γενική θέση της ΕΚΤ όσον αφορά τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας προς την απαγόρευση διαμορφώθηκε κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο των διαβουλεύσεων των κρατών-μελών με την ΕΚΤ επί προτεινόμενων νομοθετικών ρυθμίσεων βάσει των άρθρων 127(4) και 282(5) της Συνθήκης.[70]
Εθνικές νομοθετικές διατάξεις που ενσωματώνουν στο εσωτερικό δίκαιο την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης
Σε περιπτώσεις όπου το άρθρο 123 της Συνθήκης ή ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3603/93 αναπαράγονται σε εθνικές νομοθετικές διατάξεις, αυτές δεν επιτρέπεται να περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης ούτε να διευρύνουν το φάσμα των εξαιρέσεων που προβλέπει το δίκαιο της ΕΕ. Παραδείγματος χάριν, διάταξη της εθνικής νομοθεσίας που προβλέπει τη χρηματοδότηση από την ΕθνΚΤ οικονομικών υποχρεώσεων του οικείου κράτους-μέλους έναντι διεθνών οικονομικών οργανισμών (πλην του ΔΝΤ υπό την ιδιότητα που προβλέπεται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93)[71] ή έναντι τρίτων χωρών δεν είναι συμβατή προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.
Χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα ή υποχρεώσεών του έναντι τρίτων
Η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπεται να απαιτεί από την οικεία ΕθνΚΤ να χρηματοδοτεί φορείς του δημόσιου τομέα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ούτε υποχρεώσεις του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων. Αυτό ισχύει εξίσου για την ανάθεση νέων καθηκόντων στις ΕθνΚΤ. Για τον σκοπό αυτό, είναι απαραίτητο να αξιολογείται αν στη συγκεκριμένη περίπτωση το καθήκον που πρόκειται να ανατεθεί σε μια ΕθνΚΤ είναι καθήκον κεντρικής τράπεζας ή κυβερνητικό καθήκον, που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης.[72] Με άλλα λόγια, πρέπει να υπάρχουν επαρκείς ασφαλιστικές δικλίδες που να αποτρέπουν την καταστρατήγηση της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης. Το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζεται τι μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια της υποχρέωσης του δημόσιου τομέα όπως αυτή αναφέρεται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93 ή, με άλλα λόγια, τι αποτελεί κυβερνητικό καθήκον.[73] Προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, μια ΕθνΚΤ θα πρέπει να αμείβεται πλήρως και επαρκώς για κάθε νέο καθήκον που της ανατίθεται όταν: (α) δεν πρόκειται για καθήκον της κεντρικής τράπεζας ή εργασία που διευκολύνει την εκτέλεση καθηκόντων κεντρικής τράπεζας ή (β) συνδέεται με κυβερνητικό καθήκον και εκτελείται προς το συμφέρον της κυβέρνησης.[74] Σημαντικά κριτήρια για να χαρακτηριστεί ένα νέο καθήκον ως κυβερνητικό είναι: (α) η μη τυπική του φύση, (β) το γεγονός ότι εκπληρώνεται για λογαριασμό της κυβέρνησης και αποκλειστικώς προς το συμφέρον αυτής και (γ) οι επιπτώσεις του στη θεσμική, οικονομική και προσωπική ανεξαρτησία της ΕθνΚΤ. Ειδικότερα, ένα καθήκον μπορεί να θεωρηθεί κυβερνητικό εάν η εκτέλεσή του πληροί μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) δημιουργεί συγκρούσεις συμφερόντων με υπάρχοντα καθήκοντα της κεντρικής τράπεζας, οι οποίες δεν αντιμετωπίζονται επαρκώς, (β) είναι δυσανάλογο προς τις χρηματοοικονομικές και οργανωτικές δυνατότητες της ΕθνΚΤ, (γ) δεν συνάδει με το θεσμικό πλαίσιο της ΕθνΚΤ, (δ) εγκυμονεί σημαντικούς χρηματοοικονομικούς κινδύνους και (ε) εκθέτει τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της ΕθνΚΤ σε πολιτικούς κινδύνους που είναι δυσανάλογοι και ενδέχεται επίσης να έχουν αρνητική επίπτωση στην προσωπική ανεξαρτησία τους.[75]
Ορισμένα από τα νέα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί σε ΕθνΚΤ και τα οποία η ΕΚΤ θεωρεί ότι είναι κυβερνητικά συνδέονται με: (α) τη χρηματοδότηση ταμείων εξυγίανσης ή συμφωνιών χρηματοδότησης καθώς και εκείνα που σχετίζονται με συστήματα εγγύησης καταθέσεων και αποζημίωσης των επενδυτών,[76] (β) τη δημιουργία κεντρικού μητρώου αριθμών τραπεζικών λογαριασμών,[77] (γ) λειτουργίες μεσολαβητή μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων,[78] (δ) τη συλλογή, διατήρηση και επεξεργασία δεδομένων στα οποία στηρίζεται ο υπολογισμός των μεταφορών ασφαλίστρων,[79] (ε) την προστασία του ανταγωνισμού στην αγορά στεγαστικών δανείων,[80] (στ) την παροχή πόρων σε όργανα τα οποία είναι ανεξάρτητα από τις ΕθνΚΤ και λειτουργούν ως προέκταση της κυβέρνησης,[81] (ζ) λειτουργίες αρχής πληροφόρησης προς διευκόλυνση της διασυνοριακής είσπραξης οφειλών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις,[82] (η) την ίδρυση εθνικής βάσης δεδομένων αξιώσεων[83] και (θ) την εθνική αμυντική ετοιμότητα πέρα από τα καθήκοντα εσωτερικού σχεδιασμού μιας κεντρικής τράπεζας για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών.[84] Αντιθέτως, ως καθήκοντα κεντρικής τράπεζας χαρακτηρίζονται μεταξύ άλλων τα εποπτικά ή συνδεόμενα με την εποπτεία καθήκοντα, όπως αυτά που αφορούν την προστασία των καταναλωτών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών[85] ή τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις αναδιάρθρωσης δανείων,[86] την εποπτεία εταιριών απόκτησης μη εξυπηρετούμενων δανείων[87], εταιριών χρηματοδοτικής μίσθωσης[88] και παρόχων και διαμεσολαβητών καταναλωτικής πίστης,[89] την αδειοδότηση και εποπτεία ιδρυμάτων μικροχρηματοδοτήσεων,[90] την εποπτεία υπηρεσιών πληροφοριών πιστοληπτικής ικανότητας,[91] την εποπτεία των διαχειριστών επιτοκίων αναφοράς,[92] εποπτικά καθήκοντα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης προς την ενωσιακή νομοθεσία στον τομέα των επενδυτικών υπηρεσιών και προϊόντων,[93] καθήκοντα που σχετίζονται με την επίβλεψη συστημάτων πληρωμών,[94] την εφαρμογή και την επιβολή της ενωσιακής νομοθεσίας αναφορικά με τους λογαριασμούς πληρωμών,[95] διοικητικά καθήκοντα που σχετίζονται με την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων[96], ή καθήκοντα που σχετίζονται με τη λειτουργία και τη διαχείριση μητρώων πιστώσεων.[97]
Επιπλέον, οι ΕθνΚΤ δεν επιτρέπεται να παρέχουν μεταβατική χρηματοδότηση (bridge financing) προκειμένου να διευκολύνουν ένα κράτος-μέλος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από την παροχή κρατικών εγγυήσεων για υποχρεώσεις τραπεζών.[98] Επίσης, η διανομή κερδών της κεντρικής τράπεζας που δεν έχουν πλήρως πραγματοποιηθεί, λογιστικοποιηθεί και ελεγχθεί δεν συνάδει προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης. Προκειμένου να τηρείται η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, το ποσό που μεταφέρεται στον κρατικό προϋπολογισμό με βάση τους ισχύοντες κανόνες περί διανομής κερδών δεν επιτρέπεται να προέρχεται, έστω και εν μέρει, από το αποθεματικό της ΕθνΚΤ. Συνεπώς, οι κανόνες περί διανομής κερδών δεν πρέπει να θίγουν το αποθεματικό της ΕθνΚΤ. Επιπλέον, όταν περιουσιακά στοιχεία της ΕθνΚΤ μεταβιβάζονται στο Δημόσιο, πρέπει να υπάρχει τίμημα που να αντιστοιχεί στην αγοραία αξία αυτών και η μεταβίβαση πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα με την καταβολή του τιμήματος.[99]
Ομοίως, δεν επιτρέπονται οι παρεμβάσεις στην εκτέλεση άλλων καθηκόντων του Ευρωσυστήματος, όπως η διαχείριση συναλλαγματικών διαθεσίμων, με την επιβολή φορολογίας επί θεωρητικών και μη πραγματοποιηθέντων κεφαλαιακών κερδών, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε μια μορφή χορήγησης πίστωσης στον δημόσιο τομέα από την κεντρική τράπεζα μέσω της εκ των προτέρων διανομής μελλοντικών και αβέβαιων κερδών.[100]
Ανάληψη υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα
Εθνική νομοθετική διάταξη που απαιτεί από την οικεία ΕθνΚΤ την ανάληψη των υποχρεώσεων ενός άλλοτε αυτοτελούς δημόσιου φορέα, λόγω της αναδιοργάνωσης ορισμένων αρμοδιοτήτων και καθηκόντων σε εθνικό επίπεδο (π.χ. στο πλαίσιο της μεταβίβασης στην ΕθνΚΤ ορισμένων εποπτικών καθηκόντων που άλλοτε υπάγονταν στην αρμοδιότητα του κράτους ή αυτοτελών δημόσιων αρχών ή φορέων), χωρίς παράλληλα να προβλέπει ότι η ΕθνΚΤ ουδόλως ευθύνεται για οποιαδήποτε οικονομική οφειλή που απορρέει από τις προηγούμενες δραστηριότητες των εν λόγω φορέων, είναι ασυμβίβαστη προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[101] Παρομοίως, εθνική νομοθετική διάταξη που απαιτεί από την οικεία ΕθνΚΤ να λάβει έγκριση από την κυβέρνηση πριν προχωρήσει σε μέτρα εξυγίανσης σε ένα ευρύ φάσμα περιπτώσεων, αλλά δεν προβλέπει ότι η ευθύνη της ΕθνΚΤ περιορίζεται στις δικές της διοικητικές πράξεις, είναι ασυμβίβαστη προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[102] Στο ίδιο πνεύμα, η εθνική νομοθεσία που απαιτεί από μια ΕθνΚΤ να καταβάλει αποζημίωση, στον βαθμό που έχει ως αποτέλεσμα την ανάληψη της ευθύνης του κράτους από την ΕθνΚΤ, δεν θα ήταν σύμφωνη με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[103]
Οικονομική στήριξη προς πιστωτικά ιδρύματα ή/και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς
Εθνική νομοθετική διάταξη που προβλέπει τη χρηματοδότηση πιστωτικών ιδρυμάτων από την ΕθνΚΤ, η οποία παρέχεται ανεξάρτητα και κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια της ΕθνΚΤ, πέραν της χρηματοδότησης που εμπίπτει στις αρμοδιότητές της ως κεντρικής τράπεζας (π.χ. στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής, των συστημάτων πληρωμών ή μηχανισμών προσωρινής ενίσχυσης της ρευστότητας), και ειδικότερα τη στήριξη αφερέγγυων πιστωτικών ιδρυμάτων ή/και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών, είναι ασυμβίβαστη προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.
Αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση στήριξης αφερέγγυων πιστωτικών ιδρυμάτων. Το σκεπτικό είναι ότι η χρηματοδότηση ενός αφερέγγυου πιστωτικού ιδρύματος από μια ΕθνΚΤ θα ισοδυναμούσε με ανάληψη από την ΕθνΚΤ ενός καθήκοντος που ανήκει στην κυβέρνηση.[104] Οι ίδιες ανησυχίες ισχύουν αναφορικά με τη χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει ανακεφαλαιοποιηθεί προκειμένου να αποκαταστήσει τη φερεγγυότητά του, με άμεση τοποθέτηση κρατικών χρεογράφων ελλείψει εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης από την αγορά (εφεξής “ομόλογα ανακεφαλαιοποίησης”), τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιηθούν ως ασφάλεια. Σε μια τέτοια περίπτωση κεφαλαιακής ενίσχυσης ενός πιστωτικού ιδρύματος από το κράτος διά της άμεσης τοποθέτησης ομολόγων ανακεφαλαιοποίησης, η μεταγενέστερη χρήση των ομολόγων ως ασφάλειας για πράξεις παροχής ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα εγείρει ζητήματα νομισματικής χρηματοδότησης.[105] Η παροχή έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητας (ELA) από μία ΕθνΚΤ, η οποία χορηγείται ανεξάρτητα και κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια της ΕθνΚΤ σε φερέγγυα πιστωτικά ιδρύματα έναντι εξασφάλισης με τη μορφή κρατικής εγγύησης, πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: (α) να διασφαλίζεται ότι η χρηματοδότηση που παρέχεται από την ΕθνΚΤ είναι όσο το δυνατόν πιο βραχυπρόθεσμη, (β) να συντρέχουν λόγοι διαφύλαξης της συστημικής σταθερότητας, (γ) να μην υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τη νομική ισχύ και το εκτελεστό της κρατικής εγγύησης βάσει του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου και (δ) να μην υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την οικονομική επάρκεια της κρατικής εγγύησης, η οποία θα πρέπει να καλύπτει τόσο το κεφάλαιο όσο και τους τόκους των δανείων.[106]
Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο ενσωμάτωσης στην εθνική νομοθεσία παραπομπών στο άρθρο 123 της Συνθήκης.
Οικονομική στήριξη προς ταμεία εξυγίανσης ή συναφείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς και προς συστήματα εγγύησης καταθέσεων ή αποζημίωσης των επενδυτών
Αν και τα διοικητικά καθήκοντα που σχετίζονται με την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων θεωρούνται γενικώς συναφή με εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 127(5) της Συνθήκης, η οικονομική στήριξη προς ταμεία εξυγίανσης ή συναφείς χρηματοδοτικούς οργανισμούς δεν συνάδει με την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης.[107] Όταν μια ΕθνΚΤ ενεργεί ως αρχή εξυγίανσης, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αναλαμβάνει ή να χρηματοδοτεί υποχρεώσεις ούτε τυχόν μεταβατικού πιστωτικού ιδρύματος ούτε φορέα διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού.[108] Προς τον σκοπό αυτό, η εθνική νομοθεσία θα πρέπει να διευκρινίζει ότι η ΕθνΚΤ δεν αναλαμβάνει ούτε χρηματοδοτεί τις υποχρεώσεις τέτοιων ιδρυμάτων και φορέων.[109]
Η Οδηγία για τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων[110] και η Οδηγία για τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών[111] προβλέπουν ότι το κόστος της χρηματοδότησης των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων και των συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών πρέπει να βαρύνει τα ίδια τα πιστωτικά ιδρύματα και τις εταιρίες επενδύσεων αντίστοιχα. Εθνική νομοθετική διάταξη η οποία προβλέπει ότι η ΕθνΚΤ χρηματοδοτεί εθνικό σύστημα εγγύησης των καταθέσεων που καλύπτει πιστωτικά ιδρύματα ή εθνικό σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που καλύπτει εταιρίες επενδύσεων είναι συμβατή προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης μόνο εφόσον έχει βραχυχρόνιο χαρακτήρα, αποσκοπεί στην αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων, υπαγορεύεται για λόγους προστασίας της συστημικής σταθερότητας και οι συναφείς αποφάσεις παραμένουν στη διακριτική ευχέρεια της ΕθνΚΤ.[112] Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο ενσωμάτωσης στην εθνική νομοθεσία παραπομπών στο άρθρο 123 της Συνθήκης. Όταν μια ΕθνΚΤ ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια όσον αφορά τη χορήγηση δανείου, πρέπει να διασφαλίζει ότι δεν αναλαμβάνει de facto καθήκον της κυβέρνησης.[113] Ειδικότερα, η στήριξη συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων από την κεντρική τράπεζα δεν πρέπει να ισοδυναμεί με συστηματική εκ των προτέρων χρηματοδότηση.[114]
Υπηρεσίες “δημοσιονομικού αντιπροσώπου”
Σύμφωνα με το άρθρο 21.2 του Καταστατικού, “η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να ενεργούν ως δημοσιονομικοί αντιπρόσωποι οργανισμών, οργάνων, φορέων ή υπηρεσιών της ΕΕ, κεντρικών διοικήσεων, περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών-μελών. Σκοπός του άρθρου 21.2 του Καταστατικού είναι να επιτρέψει στις ΕθνΚΤ, μετά την εκχώρηση της αρμοδιότητας άσκησης της νομισματικής πολιτικής προς το Ευρωσύστημα, να συνεχίσουν να παρέχουν τις υπηρεσίες δημοσιονομικού αντιπροσώπου τις οποίες παραδοσιακά προσφέρουν οι κεντρικές τράπεζες προς κυβερνήσεις και άλλους δημόσιους φορείς, χωρίς αυτό να συνιστά παράβαση της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης. Επιπλέον, ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3603/93 θεσπίζει ρητές και περιοριστικώς αναγραφόμενες εξαιρέσεις από την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης σε σχέση με την παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου. Αυτές είναι οι εξής: (α) επιτρέπονται οι ενδοημερήσιες πιστώσεις προς τον δημόσιο τομέα, εφόσον περιορίζονται στη συγκεκριμένη ημέρα και δεν είναι δυνατή καμία παράταση,[115] (β) η πίστωση του λογαριασμού του δημόσιου τομέα με την αξία επιταγής εκδόσεως τρίτου πριν χρεωθεί η πληρώτρια τράπεζα επιτρέπεται εφόσον από τη λήψη της επιταγής έχει παρέλθει ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στον συνήθη απαιτούμενο χρόνο για την είσπραξη επιταγών από την ΕθνΚΤ, έτσι ώστε το τυχόν υπό τακτοποίηση ποσό (float) να προκύπτει κατ' εξαίρεση, να αντιπροσωπεύει μικρή αξία και να ισοσταθμίζεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα[116] και (γ) η διακράτηση από την ΕθνΚΤ κερμάτων που εκδίδονται από τον δημόσιο τομέα και πιστώνονται υπέρ αυτού επιτρέπεται εφόσον η αξία τους παραμένει κάτω του 10% των κερμάτων σε κυκλοφορία.[117]
Οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις που διέπουν την παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου θα πρέπει να είναι συμβατές προς το δίκαιο της ΕΕ γενικώς και προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης ειδικώς.[118] Δεδομένου ότι στο άρθρο 21.2 του Καταστατικού αναγνωρίζεται ρητά η παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου, η οποία είναι νόμιμη λειτουργία που κατά παράδοση επιτελείται από τις ΕθνΚΤ, η παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου από τις κεντρικές τράπεζες συνάδει προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, υπό την προϋπόθεση ότι οι υπηρεσίες αυτού του είδους εξακολουθούν να εμπίπτουν στη λειτουργία δημοσιονομικού αντιπροσώπου και δεν συνιστούν χρηματοδότηση υποχρεώσεων του δημόσιου τομέα έναντι τρίτων ούτε χορήγηση πίστωσης στον δημόσιο τομέα από την κεντρική τράπεζα πέραν των συσταλτικά οριζόμενων εξαιρέσεων που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 3603/93.[119] Εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν στην ΕθνΚΤ να τηρεί καταθέσεις του Δημοσίου και να εξυπηρετεί τους λογαριασμούς του δεν δημιουργούν ζήτημα συμμόρφωσης προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, εφόσον οι εν λόγω διατάξεις δεν καθιστούν δυνατή την παροχή πιστώσεων, συμπεριλαμβανομένων υπεραναλήψεων με εξόφληση την επόμενη εργάσιμη ημέρα. Ωστόσο, αναφύεται ενδεχομένως ζήτημα συμμόρφωσης προς την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης εάν λ.χ. οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις επιτρέπουν τον εκτοκισμό των καταθέσεων ή των υπολοίπων των τρεχούμενων λογαριασμών με επιτόκια υψηλότερα από τα επιτόκια της αγοράς και όχι με ίσα ή χαμηλότερα αυτών. Τυχόν τόκοι καθ' υπέρβαση των επιτοκίων της αγοράς συνιστούν de facto χορήγηση πιστώσεως, πράγμα το οποίο αντίκειται στον σκοπό της απαγόρευσης της νομισματικής χρηματοδότησης και ως εκ τούτου ενδέχεται να καταστρατηγεί τους σκοπούς της απαγόρευσης. Είναι απαραίτητο οι πρόσοδοι από ένα λογαριασμό να αντικατοπτρίζουν τις παραμέτρους της αγοράς και είναι ιδιαίτερα σημαντικό το επιτόκιο των καταθέσεων να συσχετίζεται με τη διάρκειά τους.[120] Επιπλέον, η παροχή υπηρεσιών δημοσιονομικού αντιπροσώπου χωρίς αντάλλαγμα από ΕθνΚΤ δεν δημιουργεί ζήτημα συμμόρφωσης με τη νομισματική χρηματοδότηση, εφόσον πρόκειται για βασικές υπηρεσίες δημοσιονομικού αντιπροσώπου.[121]
Απαγόρευση προνομιακής πρόσβασης
Το άρθρο 124 της Συνθήκης προβλέπει ότι “απαγορεύεται κάθε μέτρο που θεσπίζει προνομιακή πρόσβαση των θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, των κεντρικών κυβερνήσεων, των περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, των άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή των δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών μελών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εφόσον δεν υπαγορεύεται από λόγους προληπτικής εποπτείας”. Όπως η απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, έτσι και η απαγόρευση προνομιακής πρόσβασης αποσκοπεί στο να ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να ακολουθούν υγιή δημοσιονομική πολιτική, αποκλείοντας τη δυνατότητα η νομισματική χρηματοδότηση των δημόσιων ελλειμμάτων ή η προνομιακή πρόσβαση των δημόσιων αρχών στις χρηματοπιστωτικές αγορές να οδηγήσει σε υπερβολικά επίπεδα χρέους ή ελλείμματος των κρατών-μελών.[122]
Σύμφωνα με το άρθρο 1(1) του Κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου αριθ. 3604/93,[123] ως “μέτρο που θεσπίζει προνομιακή πρόσβαση” νοείται κάθε νομοθετικό ή κανονιστικό μέτρο ή κάθε πράξη αναγκαστικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο πλαίσιο της άσκησης της δημόσιας εξουσίας και: (α) υποχρεώνει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να αποκτούν ή να κατέχουν απαιτήσεις έναντι των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της Κοινότητας, των κεντρικών κυβερνήσεων, των περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών άλλων δημόσιων οργανισμών ή επιχειρήσεων των κρατών-μελών ή (β) χορηγεί φορολογικά πλεονεκτήματα από τα οποία μπορούν να επωφεληθούν μόνο τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή παρέχει χρηματοοικονομικά πλεονεκτήματα μη σύμφωνα με τις αρχές της οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να ενθαρρύνει την απόκτηση ή την κατοχή τέτοιων απαιτήσεων από αυτά τα ιδρύματα.
Ως δημόσιες αρχές, οι ΕθνΚΤ δεν επιτρέπεται να λαμβάνουν μέτρα τα οποία παρέχουν στον δημόσιο τομέα προνομιακή πρόσβαση σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εάν τα μέτρα αυτά δεν υπαγορεύονται από λόγους προληπτικής εποπτείας. Επιπλέον, οι κανόνες που θεσπίζουν οι ΕθνΚΤ σχετικά με τη χρήση χρεογράφων ως ασφαλειών δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την καταστρατήγηση της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης.[124] Η νομοθεσία των κρατών-μελών στον τομέα αυτό δεν επιτρέπεται να θεσπίζει τέτοια προνομιακή πρόσβαση.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3604/93, ως “λόγοι προληπτικής εποπτείας” νοούνται οι λόγοι που θεμελιώνουν τις εθνικές νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή διοικητικές πράξεις που εκδίδονται βάσει του κοινοτικού δικαίου ή εναρμονίζονται με αυτό και οι οποίες αποσκοπούν στην προώθηση της σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με στόχο την ενίσχυση της σταθερότητας του όλου χρηματοπιστωτικού συστήματος και την προστασία των πελατών των εν λόγω ιδρυμάτων. Οι λόγοι προληπτικής εποπτείας αποσκοπούν στη διασφάλιση της φερεγγυότητας των τραπεζών έναντι των καταθετών.[125] Στον τομέα της προληπτικής εποπτείας, με παράγωγο δίκαιο της ΕΕ έχουν θεσπιστεί ορισμένες απαιτήσεις για να εξασφαλίζεται η σταθερότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων.[126] Ως “πιστωτικό ίδρυμα” νοείται η επιχείρηση της οποίας η δραστηριότητα συνίσταται στην αποδοχή από το κοινό καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό.[127] Επιπλέον, τα πιστωτικά ιδρύματα που αποκαλούνται κοινώς “τράπεζες” πρέπει να λάβουν άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή κράτους-μέλους για να παρέχουν υπηρεσίες.[128]
Παρόλο που τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μέρος των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, συνήθως εντάσσονται στο λειτουργικό πλαίσιο των ΕθνΚΤ και χρησιμοποιούνται ως εργαλείο νομισματικής πολιτικής στις περισσότερες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης του ευρώ.[129] Στο Παράρτημα Ι, παράγραφος 2 της Κατευθυντήριας γραμμής ΕΚΤ/2014/60[130] αναφέρεται σχετικά ότι το σύστημα υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών του Ευρωσυστήματος αποσκοπεί κυρίως στη σταθεροποίηση των επιτοκίων της αγοράς χρήματος και στη δημιουργία ή (διεύρυνση) διαρθρωτικού ελλείμματος ρευστότητας.[131] Η ΕΚΤ υποχρεώνει τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στη ζώνη του ευρώ να τηρούν τα απαιτούμενα ελάχιστα αποθεματικά (υποχρεωτικές καταθέσεις) σε λογαριασμό τους στην ΕθνΚΤ.[132]
Η παρούσα έκθεση εξετάζει τη συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας και κανόνων που έχουν θεσπίσει οι ΕθνΚΤ, καθώς και των καταστατικών τους, προς την προβλεπόμενη στη Συνθήκη απαγόρευση της προνομιακής πρόσβασης. Πάντως, δεν προδικάζει τυχόν αξιολόγηση του κατά πόσον νόμοι, κανονισμοί, κανόνες ή διοικητικές πράξεις των κρατών-μελών χρησιμοποιούνται, με την επίφαση της συνδρομής λόγων προληπτικής εποπτείας, για την καταστρατήγηση της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης. Μια τέτοια αξιολόγηση δεν εμπίπτει στο αντικείμενο της παρούσας έκθεσης.
2.2.6 Ενιαίος τρόπος γραφής του ευρώ
Το άρθρο 3(4) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει ότι η “Ένωση εγκαθιδρύει οικονομική και νομισματική ένωση, της οποίας το νόμισμα είναι το ευρώ”. Στα κείμενα των Συνθηκών, σε όλες τις αυθεντικές γλώσσες των κειμένων των Συνθηκών που γράφονται με το λατινικό αλφάβητο, το ευρώ αναφέρεται ομοιόμορφα στην ονομαστική του ενικού ως “euro”. Στο ελληνικό αλφάβητο, γράφεται “ευρώ” και στο κυριλλικό αλφάβητο γράφεται “евро”.[133] Στο πλαίσιο αυτό, ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 974/98 του Συμβουλίου της 3ης Μαΐου 1998 για την εισαγωγή του ευρώ[134] καθιστά σαφές ότι η ονομασία του ενιαίου νομίσματος πρέπει να είναι η ίδια σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης διαφορετικών αλφαβήτων. Ως εκ τούτου, οι Συνθήκες επιτάσσουν την ενιαία γραφή της λέξης “euro” στην ονομαστική του ενικού σε όλες τις κοινοτικές και εθνικές νομοθετικές διατάξεις, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης διαφορετικών αλφαβήτων.
Εν όψει της αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καθορίζει το όνομα του ενιαίου νομίσματος, οποιεσδήποτε αποκλίσεις από αυτό τον κανόνα δεν συνάδουν προς τη Συνθήκη και πρέπει να αρθούν[135]. Αν και η αρχή αυτή ισχύει για κάθε μορφή εθνικής νομοθεσίας, οι αξιολογήσεις κατά χώρα στα κεφάλαια που ακολουθούν επικεντρώνονται στα καταστατικά των ΕθνΚΤ και στους νόμους τους σχετικούς με τη μετάβαση στο ευρώ.
2.2.7 Νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα
Διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας (ειδικότερα των καταστατικών των ΕθνΚΤ, αλλά και άλλων νόμων) οι οποίες εμποδίζουν την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν το Ευρωσύστημα ή τη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις της ΕΚΤ είναι ασυμβίβαστες προς την αποτελεσματική λειτουργία του Ευρωσυστήματος αφότου το ενδιαφερόμενο κράτος-μέλος υιοθετήσει το ευρώ. Ως εκ τούτου, η εθνική νομοθεσία πρέπει να προσαρμοστεί ώστε να καταστεί συμβατή προς τη Συνθήκη και το Καταστατικό σε σχέση με τα καθήκοντα που αφορούν το Ευρωσύστημα. Προκειμένου να συμμορφωθεί προς το άρθρο 131 της Συνθήκης, η εθνική νομοθεσία έπρεπε να προσαρμοστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξασφαλιστεί η συμβατότητά της μέχρι την ημερομηνία ίδρυσης του ΕΣΚΤ (στην περίπτωση της Σουηδίας) και μέχρι την 1η Μαΐου 2004, την 1η Ιανουαρίου 2007 και την 1η Ιουλίου 2013 (στην περίπτωση των κρατών-μελών που εντάχθηκαν στην ΕΕ αυτές τις ημερομηνίες). Ωστόσο, οι καταστατικές υποχρεώσεις που αφορούν την πλήρη νομική ενσωμάτωση των ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα δεν χρειάζεται να τεθούν σε ισχύ πριν από την πλήρη ενσωμάτωση, δηλ. την ημερομηνία κατά την οποία το κράτος-μέλος με παρέκκλιση θα υιοθετήσει το ευρώ.
Στην παρούσα έκθεση εξετάζονται κυρίως οι τομείς όπου οι καταστατικές διατάξεις ενδέχεται να εμποδίζουν τη συμμόρφωση μιας ΕθνΚΤ προς τις απαιτήσεις του Ευρωσυστήματος. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για διατάξεις: (α) που μπορεί να αποτρέψουν τη συμμετοχή των ΕθνΚΤ στην εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής την οποία χαράζουν τα όργανα λήψεως αποφάσεων της ΕΚΤ, ή (β) που μπορεί να εμποδίσουν την εκτέλεση των καθηκόντων των διοικητών ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, ή (γ) που δεν αναγνωρίζουν τα προνόμια της ΕΚΤ, ή (δ) που δεν αναγνωρίζουν ότι η αποκλειστική αρμοδιότητα για καθήκοντα που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ σε κράτη-μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ εκχωρείται αμετάκλητα στην Ένωση, ή (ε) σύμφωνα με τις οποίες οι ΕθνΚΤ στην εκτέλεση καθηκόντων σχετικών με το ΕΣΚΤ δεσμεύονται από αποφάσεις των εθνικών αρχών οι οποίες δεν συνάδουν με τις νομικές πράξεις της ΕΚΤ.[136] Γίνεται διάκριση μεταξύ των εξής τομέων: σκοποί οικονομικής πολιτικής, καθήκοντα, χρηματοοικονομικές διατάξεις, συναλλαγματική πολιτική και διεθνής συνεργασία. Τέλος, αναφέρονται και άλλοι τομείς όπου ενδέχεται να απαιτούνται προσαρμογές του καταστατικού της ΕθνΚΤ.
Σκοποί οικονομικής πολιτικής
Η πλήρης ενσωμάτωση μιας ΕθνΚΤ στο Ευρωσύστημα απαιτεί συμβατότητα των καταστατικών της σκοπών με τους σκοπούς του ΕΣΚΤ, όπως αυτοί καθορίζονται στο άρθρο 2 του Καταστατικού. Αυτό σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι καταστατικοί σκοποί με “εθνική χροιά” πρέπει να υποστούν προσαρμογή, π.χ. στις περιπτώσεις όπου οι καταστατικές διατάξεις αναφέρονται σε υποχρέωση άσκησης της νομισματικής πολιτικής στο πλαίσιο της γενικής οικονομικής πολιτικής του οικείου κράτους-μέλους. Επιπλέον, οι δευτερεύοντες σκοποί μιας ΕθνΚΤ πρέπει να είναι συμβατοί και να μη συγκρούονται με την υποχρέωσή της να στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές της ΕΕ προκειμένου να συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών της ΕΕ, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, υποχρέωση που ρητώς προβλέπεται ότι ισχύει με την επιφύλαξη της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών.[137]
Καθήκοντα
Τα καθήκοντα της ΕθνΚΤ κράτους-μέλους που έχει υιοθετήσει το ευρώ καθορίζονται πρωτίστως από τη Συνθήκη και το Καταστατικό, λόγω της ιδιότητάς της ως αναπόσπαστου μέρους του Ευρωσυστήματος. Για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με το άρθρο 131 της Συνθήκης, πρέπει επομένως οι διατάξεις των καταστατικών των ΕθνΚΤ που αφορούν τα καθήκοντά τους να αντιπαραβάλλονται με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού και να αίρεται κάθε ασυμβατότητα.[138] Αυτό ισχύει για οποιαδήποτε διάταξη η οποία, μετά την υιοθέτηση του ευρώ και την ενσωμάτωση στο ΕΣΚΤ, παρακωλύει την εκτέλεση καθηκόντων που σχετίζονται με το ΕΣΚΤ, ειδικότερα δε για τις διατάξεις που δεν αναγνωρίζουν τις αρμοδιότητες του ΕΣΚΤ βάσει του Κεφαλαίου IV του Καταστατικού.
Οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας περί νομισματικής πολιτικής πρέπει να αναγνωρίζουν ότι η νομισματική πολιτική της ΕΕ ασκείται μέσω του Ευρωσυστήματος.[139] Τα καταστατικά των ΕθνΚΤ είναι δυνατόν να περιέχουν διατάξεις σχετικά με τα μέσα άσκησης της νομισματικής πολιτικής. Οι εν λόγω διατάξεις θα πρέπει να είναι ανάλογου περιεχομένου με τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού και να αίρονται οι τυχόν ασυμβατότητες, προκειμένου να επιτευχθεί συμμόρφωση προς το άρθρο 131 της Συνθήκης.
Η παρακολούθηση των δημοσιονομικών εξελίξεων αποτελεί ένα από τα καθήκοντα που οι ΕθνΚΤ εκτελούν τακτικά προκειμένου να αξιολογούν σωστά την κατεύθυνση που θα πρέπει να λάβει η νομισματική πολιτική. Οι ΕθνΚΤ μπορούν επίσης να εκθέτουν τις απόψεις τους σχετικά με τις συναφείς προς τη νομισματική πολιτική δημοσιονομικές εξελίξεις με βάση την παρακολούθηση αυτών των εξελίξεων και τον ανεξάρτητο συμβουλευτικό τους ρόλο, προκειμένου να συμβάλλουν στην ορθή λειτουργία της ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Η παρακολούθηση των δημοσιονομικών εξελίξεων από τις ΕθνΚΤ για τους σκοπούς της νομισματικής πολιτικής πρέπει να βασίζεται στην πλήρη πρόσβασή τους σε όλα τα σχετικά δημοσιονομικά στοιχεία. Συνεπώς, πρέπει να παρέχεται στις ΕθνΚΤ απεριόριστη, έγκαιρη και αυτόματη πρόσβαση σε όλες τις συναφείς δημοσιονομικές στατιστικές. Ωστόσο, ο ρόλος μιας ΕθνΚΤ δεν πρέπει να εκτείνεται πέρα από τις δραστηριότητες παρακολούθησης που απορρέουν ή σχετίζονται – άμεσα ή έμμεσα – με την εκπλήρωση της αποστολής της για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής.[140] Η επίσημη εντολή προς μια ΕθνΚΤ να αξιολογεί προβλέψεις και δημοσιονομικές εξελίξεις συνεπάγεται ότι η ΕθνΚΤ επιτελεί μια λειτουργία (και έχει τη σχετική ευθύνη) στη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής, με κίνδυνο να υπονομεύονται η εκπλήρωση της αποστολής του Ευρωσυστήματος για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και η ανεξαρτησία της ΕθνΚΤ.[141]
Στο πλαίσιο των εθνικών νομοθετικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της αναταραχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές, η ΕΚΤ έχει τονίσει ότι θα πρέπει να αποφευχθεί οποιαδήποτε στρέβλωση στα εθνικά τμήματα της αγοράς χρήματος της ζώνης του ευρώ, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να δυσχεράνει την εφαρμογή της ενιαίας νομισματικής πολιτικής. Ειδικότερα, αυτό ισχύει για την παροχή κρατικών εγγυήσεων με σκοπό την κάλυψη διατραπεζικών καταθέσεων.[142]
Τα κράτη-μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα εθνικά νομοθετικά μέτρα για την αντιμετώπιση προβλημάτων ρευστότητας των επιχειρήσεων ή ελεύθερων επαγγελματιών, λ.χ. οφειλών προς χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, δεν επηρεάζουν δυσμενώς τη ρευστότητα της αγοράς. Συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτού του είδους δεν επιτρέπεται να αντιβαίνουν στην αρχή της ανοικτής οικονομίας της αγοράς, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς θα μπορούσαν να παρακωλύσουν τη ροή της χρηματοδότησης, να επηρεάσουν ουσιωδώς τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των αγορών και κατά συνέπεια να ασκήσουν σημαντική επίδραση στην εκτέλεση των καθηκόντων του Ευρωσυστήματος.[143]
Εθνικές νομοθετικές διατάξεις κράτους-μέλους που εκχωρούν στην οικεία ΕθνΚΤ το αποκλειστικό δικαίωμα να εκδίδει τραπεζογραμμάτια πρέπει να αναγνωρίζουν ότι, μετά την υιοθέτηση του ευρώ, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση τραπεζογραμματίων ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 128(1) της Συνθήκης και το άρθρο 16 του Καταστατικού, ενώ το δικαίωμα έκδοσης τραπεζογραμματίων ευρώ ανήκει στην ΕΚΤ και στις ΕθνΚΤ. Εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να ασκούν επιρροή σχετικά με θέματα όπως οι ονομαστικές αξίες, η παραγωγή, η ποσότητα και η απόσυρση των τραπεζογραμματίων ευρώ πρέπει επίσης είτε να καταργηθούν είτε να αναγνωρίζουν τις εξουσίες της ΕΚΤ σε σχέση με τα τραπεζογραμμάτια ευρώ, κατά τα οριζόμενα στις προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης και του Καταστατικού. Όσον αφορά τα κέρματα, ανεξάρτητα από τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ κυβερνήσεων και ΕθνΚΤ, οι σχετικές διατάξεις πρέπει να αναγνωρίζουν την αρμοδιότητα της ΕΚΤ να εγκρίνει την ποσότητα των εκδιδόμενων κερμάτων ευρώ μετά την υιοθέτηση του ευρώ. Το κράτος-μέλος δεν μπορεί να αντιμετωπίζει το νόμισμα σε κυκλοφορία ως χρέος της οικείας ΕθνΚΤ προς το Δημόσιο του εν λόγω κράτους-μέλους, καθώς κάτι τέτοιο ακυρώνει την έννοια του ενιαίου νομίσματος και είναι ασύμβατο προς τις επιταγές περί νομικής ενσωμάτωσης στο Ευρωσύστημα.[144]
Ως προς τη διαχείριση των συναλλαγματικών διαθεσίμων,[145] όσα εκ των κρατών-μελών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ δεν μεταβιβάζουν τα επίσημα συναλλαγματικά τους διαθέσιμα[146] στην οικεία ΕθνΚΤ παραβαίνουν τη Συνθήκη. Επίσης, το δικαίωμα τρίτου, π.χ. της κυβέρνησης ή του κοινοβουλίου, να επηρεάζει τις αποφάσεις μιας ΕθνΚΤ σχετικά με τη διαχείριση των επίσημων συναλλαγματικών διαθεσίμων δεν συνάδει προς την τρίτη περίπτωση του άρθρου 127(2) της Συνθήκης. Επιπλέον, οι ΕθνΚΤ πρέπει να παρέχουν στην ΕΚΤ συναλλαγματικά διαθέσιμα κατ' αναλογίαν προς το μερίδιο συμμετοχής τους στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να υφίστανται νομικά προσκόμματα στη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων από τις ΕθνΚΤ προς την ΕΚΤ.
Ως προς τις στατιστικές, παρόλο που οι κανονισμοί που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 34.1 του Καταστατικού στον τομέα της στατιστικής δεν παραχωρούν δικαιώματα ούτε επιβάλλουν υποχρεώσεις στα κράτη-μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ, το άρθρο 5 του Καταστατικού, το οποίο αφορά τη συλλογή στατιστικών πληροφοριών, έχει εφαρμογή σε όλα τα κράτη-μέλη, ασχέτως εάν έχουν υιοθετήσει το ευρώ ή όχι. Συνεπώς, τα κράτη-μέλη που δεν έχουν υιοθετήσει το ευρώ είναι υποχρεωμένα να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν σε εθνικό επίπεδο κάθε μέτρο που θεωρούν πρόσφορο για τη συλλογή των στατιστικών πληροφοριών που απαιτούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων υποβολής στατιστικών στοιχείων προς την ΕΚΤ και να προετοιμαστούν εγκαίρως στον τομέα της στατιστικής προκειμένου να γίνουν κράτη-μέλη με νόμισμά τους το ευρώ.[147] Η εθνική νομοθεσία που ορίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της ΕθνΚΤ και της εθνικής στατιστικής υπηρεσίας θα πρέπει να εγγυάται την ανεξαρτησία των ΕθνΚΤ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους εντός του στατιστικού πλαισίου του ΕΣΚΤ.[148]
Χρηματοοικονομικές διατάξεις
Οι χρηματοοικονομικές διατάξεις του Καταστατικού περιλαμβάνουν κανόνες σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς,[149] τον λογιστικό έλεγχο,[150] την εγγραφή στο κεφάλαιο,[151] τη μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων[152] και την κατανομή του νομισματικού εισοδήματος.[153] Οι ΕθνΚΤ πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από αυτές τις διατάξεις και ως εκ τούτου κάθε εθνική διάταξη που είναι ασύμβατη προς αυτές πρέπει να καταργηθεί.
Συναλλαγματική πολιτική
Τα κράτη-μέλη με παρέκκλιση επιτρέπεται να διατηρήσουν στην εθνική νομοθεσία τους διατάξεις οι οποίες προβλέπουν ότι αρμόδια για τη συναλλαγματική πολιτική είναι η κυβέρνηση και ότι η οικεία ΕθνΚΤ έχει συμβουλευτικό ή/και εκτελεστικό ρόλο. Πάντως, η νομοθεσία αυτή πρέπει, το αργότερο κατά την ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ, να αντανακλά το γεγονός ότι η αρμοδιότητα για τη συναλλαγματική πολιτική της ζώνης του ευρώ έχει εκχωρηθεί στο επίπεδο της ΕΕ σύμφωνα με τα άρθρα 138 και 219 της Συνθήκης.
Διεθνής συνεργασία
Για την υιοθέτηση του ευρώ, η εθνική νομοθεσία πρέπει να είναι συμβατή προς το άρθρο 6.1 του Καταστατικού, το οποίο προβλέπει ότι, στον τομέα της διεθνούς συνεργασίας σχετικά με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο Ευρωσύστημα, η ΕΚΤ αποφασίζει τον τρόπο εκπροσώπησης του ΕΣΚΤ. Οι εθνικές νομοθετικές διατάξεις που επιτρέπουν τη συμμετοχή των ΕθνΚΤ σε διεθνείς νομισματικούς οργανισμούς πρέπει να προβλέπουν ότι η εν λόγω συμμετοχή υπόκειται στην έγκριση της ΕΚΤ (άρθρο 6.2 του Καταστατικού).
Άλλοι τομείς
Πέραν των ανωτέρω θεμάτων, στην περίπτωση ορισμένων κρατών-μελών υπάρχουν και άλλοι τομείς στους οποίους χρειάζεται προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας (π.χ. συστήματα εκκαθάρισης και πληρωμών, ανταλλαγή πληροφοριών).
3 Η οικονομική σύγκλιση
Το παρόν κεφάλαιο παρέχει οριζόντια επισκόπηση. Ορισμένοι παράγοντες που αφορούν τη συνολική αξιολόγηση δεν καλύπτονται εδώ, αλλά στα Κεφάλαια 4 και 5.
Όσον αφορά τη συμμόρφωση με τα κριτήρια σύγκλισης, έχει σημειωθεί περιορισμένη πρόοδος από την Έκθεση για τη Σύγκλιση που δημοσίευσε η ΕΚΤ το 2018 (βλ. Πίνακα 3.1). Σε πέντε από τις επτά χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση, ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ υπερβαίνει την τιμή αναφοράς, έναντι μόνο δύο χωρών το 2018. Από τον Μάιο του 2018 οι διαφορές του μέσου δωδεκάμηνου επιτοκίου έναντι της ζώνης του ευρώ συνέχισαν να μειώνονται σε τρεις από τις επτά εξεταζόμενες χώρες, και μόνο σε μία χώρα η διαφορά είναι υψηλότερη από την τιμή αναφοράς (το 2018 ήταν δύο χώρες). Αν και καμία από τις εξεταζόμενες χώρες δεν συμμετέχει στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών (ΜΣΙ ΙΙ), δύο χώρες έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να επιδιώξουν την ένταξη των νομισμάτων τους στον ΜΣΙ ΙΙ. Τα νομίσματα ορισμένων χωρών που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση έχουν παρουσιάσει σημαντικές διακυμάνσεις έναντι του ευρώ τα τελευταία χρόνια. Οι περισσότερες χώρες έχουν επιτύχει κάποια πρόοδο στη μείωση των δημοσιονομικών ανισορροπιών, με μία αξιοσημείωτη εξαίρεση.
Πίνακας 3.1
Συγκεντρωτικός πίνακας δεικτών οικονομικής σύγκλισης
Στις περισσότερες από τις επτά χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση η οικονομική κατάσταση παρέμεινε γενικά εύρωστη στο διάστημα από τη δημοσίευση της προηγούμενης Έκθεσης για τη Σύγκλιση και την έναρξη της κρίσης του κορωνοϊού (COVID-19) το α΄ τρίμηνο του 2020. Παρά την επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος, ιδίως από το 2019, η σθεναρή εγχώρια ζήτηση εξακολούθησε να υποστηρίζει την οικονομική δραστηριότητα στις περισσότερες περιπτώσεις. Η εγχώρια ζήτηση στηρίχθηκε κυρίως στη διατηρήσιμη άνοδο της απασχόλησης και των μισθών, καθώς και στη διευκολυντική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική σε αρκετές χώρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις παρουσιάστηκε αυξανόμενη στενότητα στις αγορές εργασίας. Σε ορισμένες χώρες οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού επηρεάστηκαν επίσης από την απώλεια πληθυσμού σε ηλικία εργασίας μέσω της καθαρής εκροής μεταναστών. Σε όλες τις χώρες έχει σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος όσον αφορά τη διόρθωση των εξωτερικών ανισορροπιών και τη μείωση της εξάρτησης από εξωτερική χρηματοδότηση. Αυτές οι εξελίξεις ενίσχυσαν την ανθεκτικότητα των περισσοτέρων χωρών που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση. Εξακολουθούν όμως να υπάρχουν σημαντικές ευπάθειες διαφόρων ειδών, η ένταση των οποίων διαφέρει από τη μία χώρα στην άλλη. Αν δεν αντιμετωπιστούν επαρκώς στις χώρες με χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αυτές οι ευπάθειες είναι πιθανόν να επιβραδύνουν τη διαδικασία σύγκλισής τους μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, από τις αρχές του 2020, το οικονομικό περιβάλλον επιδεινώθηκε δραματικά λόγω της εξάπλωσης του COVID-19. Η οικονομική δραστηριότητα επιβραδύνθηκε έντονα σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες και σε ορισμένες μάλιστα συρρικνώθηκε. Οι εθνικές αρχές έλαβαν σημαντικά μέτρα δημοσιονομικής, μακροπροληπτικής, εποπτικής και νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αντισταθμίσουν τη ζημία που προξένησε στην οικονομία η πανδημία COVID-19.
Όσον αφορά το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, ο μέσος δωδεκάμηνος ρυθμός πληθωρισμού ήταν υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 1,8% σε πέντε από τις επτά χώρες που εξετάζονται στην έκθεση (βλ. Διάγραμμα 3.1). O πληθωρισμός ήταν αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς στη Βουλγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Τσεχία και την Ουγγαρία, ενώ ήταν χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς στη Σουηδία και πολύ χαμηλότερος στην Κροατία. Λόγω της πανδημίας COVID-19, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη αυτών των ρυθμών τους επόμενους μήνες. Στην Έκθεση για τη Σύγκλιση του 2018, η Τσεχία και η Ουγγαρία ήταν οι μόνες χώρες με ρυθμούς πληθωρισμού υψηλότερους από την τότε ισχύουσα τιμή αναφοράς, που ήταν 1,9%.
Διάγραμμα 3.1
Πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ
Κατά τη δημοσίευση της παρούσας έκθεσης μία χώρα υπόκειται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος έναντι καμίας στην προηγούμενη έκθεση. Ωστόσο, λόγω της πανδημίας COVID-19, αναμένεται έντονη επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης όλων των χωρών το 2020. Όλες οι εξεταζόμενες χώρες, εκτός της Ρουμανίας, κατέγραψαν έλλειμμα χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς 3% το 2019. Η Βουλγαρία, η Κροατία, η Τσεχία και η Σουηδία κατέγραψαν πλεόνασμα το 2019. Στη Ρουμανία το έλλειμμα επιδεινώθηκε έντονα από την Έκθεση για τη Σύγκλιση του 2018, καθώς αυξήθηκε από 2,6% του ΑΕΠ το 2017 σε 4,3% του ΑΕΠ το 2019 (βλ. Διάγραμμα 3.2) και τον Απρίλιο του 2020 ξεκίνησε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Το 2020, λόγω της πανδημίας COVID-19, ο λόγος του ελλείμματος προς το ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί άνω της τιμής αναφοράς 3% σε όλες τις χώρες πλην της Βουλγαρίας, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Υπό τη συμβατική παραδοχή της αμετάβλητης πολιτικής (εάν δηλαδή υποτεθεί ότι τα δημοσιονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν προκειμένου να μετριαστεί η κρίση είναι παροδικά), από το 2021 αναμένεται σημαντική μείωση των ονομαστικών ελλειμμάτων σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες πλην της Ρουμανίας (και κάτω από την τιμή αναφοράς 3% του ΑΕΠ στη Βουλγαρία, τη Σουηδία και την Κροατία). Όσον αφορά το κριτήριο του χρέους, ο λόγος χρέους/ΑΕΠ της Πολωνίας ήταν κάτω του 50% του ΑΕΠ το 2019. Στην Τσεχία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία ήταν μεταξύ 30% και 40% του ΑΕΠ, ενώ στη Βουλγαρία ήταν ελαφρώς άνω του 20% του ΑΕΠ (βλ. Διάγραμμα 3.3). Η Κροατία και η Ουγγαρία ήταν οι μόνες χώρες με λόγο χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ άνω της τιμής αναφοράς 60% το 2019, όπως και το 2017. Και στις δύο χώρες, οι λόγοι του χρέους βρίσκονταν σε πτωτική τροχιά από το 2015 έως το 2019 και πλησίαζαν το 60% του ΑΕΠ με ικανοποιητικό ρυθμό μέχρι το τέλος του 2019. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η πανδημία COVID-19 αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση των λόγων του χρέους σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες το 2020.
Διάγραμμα 3.2
Πλεόνασμα (+) ή έλλειμμα (-) γενικής κυβέρνησης
Διάγραμμα 3.3
Ακαθάριστο χρέος γενικής κυβέρνησης
Όσον αφορά το κριτήριο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, καμία από τις εξεταζόμενες χώρες δεν συμμετέχει στον ΜΣΙ ΙΙ κατά τη δημοσίευση της παρούσας έκθεσης. Ωστόσο οι αρχές της Βουλγαρίας και της Κροατίας εξέφρασαν την πρόθεσή τους να επιδιώξουν την ένταξη του λεβ και του κούνα στον ΜΣΙ ΙΙ. Τον Ιούλιο του 2018 οι Υπουργοί Οικονομικών των χωρών της ζώνης του ευρώ, η ΕΚΤ και οι εκπρόσωποι του Υπουργού Οικονομικών της Δανίας και του Διοικητή της Danmarks Nationalbank χαιρέτισαν την πρόθεση των βουλγαρικών αρχών να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για την επιτυχή συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ. Ομοίως, τον Ιούλιο του 2019 οι Υπουργοί Οικονομικών των χωρών της ζώνης του ευρώ και της Δανίας, η ΕΚΤ και ο εκπρόσωπος του Διοικητή της Danmarks Nationalbank χαιρέτισαν την πρόθεση των κροατικών αρχών να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για την επιτυχή συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ. Έτσι, τόσο η Βουλγαρία όσο και η Κροατία έχουν αναλάβει σειρά δεσμεύσεων σε τομείς πολιτικής ιδιαίτερης σημασίας για την ομαλή μετάβαση και συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ. Όσον αφορά την εξέλιξη των συναλλαγματικών ισοτιμιών, στις περισσότερες από τις εξεταζόμενες χώρες η συναλλαγματική ισοτιμία επέδειξε σχετικά υψηλή μεταβλητότητα κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου αναφοράς, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020. Εξαιρούνται η Βουλγαρία, στην οποία ισχύει καθεστώς επιτροπής συναλλάγματος έναντι του ευρώ, η Κροατία, που εφαρμόζει καθεστώς αυστηρά ελεγχόμενης διακύμανσης σε σχέση με το ευρώ και, σε μικρότερο βαθμό, η Ρουμανία. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020, το φορίντ Ουγγαρίας και, σε μικρότερο βαθμό, το λέι Ρουμανίας και η κορώνα Σουηδίας υποτιμήθηκαν έναντι του ευρώ, ενώ το ζλότυ Πολωνίας παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητο και η κορώνα Τσεχίας ανατιμήθηκε (βλ. Διάγραμμα 3.4). Από τον Μάρτιο του 2020 και εξής, μετά την εξάπλωση του κορωνοϊού στην Ευρώπη και την επίδρασή του στην οικονομική δραστηριότητα και τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, τα νομίσματα όλων των χωρών που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση, εκτός από το λεβ Βουλγαρίας, δέχθηκαν σημαντικές πιέσεις υποτίμησης.
Διάγραμμα 3.4
Διμερείς συναλλαγματικές ισοτιμίες έναντι του ευρώ
Όσον αφορά τη σύγκλιση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, μόνο σε μία από τις επτά χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση τα μακροπρόθεσμα επιτόκια ήταν άνω της τιμής αναφοράς 2,9% (βλ. Διάγραμμα 3.5). Τα επιτόκια ήταν άνω της τιμής αναφοράς στη Ρουμανία, ενώ οι χαμηλότερες τιμές καταγράφηκαν στη Βουλγαρία και τη Σουηδία. Για λόγους σύγκρισης αναφέρεται ότι στην Έκθεση για τη Σύγκλιση του 2018 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια ήταν άνω της τιμής αναφοράς, που τότε ήταν 3,2%, στην Πολωνία και τη Ρουμανία.
Διάγραμμα 3.5
Μακροπρόθεσμα επιτόκια
Κατά την εξέταση της συμμόρφωσης προς τα κριτήρια σύγκλισης, βασικός παράγοντας είναι η διατηρησιμότητα. Η σύγκλιση πρέπει να επιτυγχάνεται σε διαρκή βάση και όχι απλώς σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Η πρώτη δεκαετία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) έδειξε ότι τα ασθενή θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη, η υπερβολικά χαλαρή κατεύθυνση της μακροοικονομικής πολιτικής σε επιμέρους χώρες και οι υπέρμετρα αισιόδοξες προσδοκίες για τη σύγκλιση των πραγματικών εισοδημάτων συνεπάγονται κινδύνους όχι μόνο για τις αντίστοιχες χώρες, αλλά και για την ομαλή λειτουργία της ζώνης του ευρώ συνολικά. Η συμμόρφωση με τα αριθμητικά κριτήρια σύγκλισης σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν αποτελεί από μόνη της εγγύηση ομαλής συμμετοχής στη ζώνη του ευρώ. Οι χώρες που εντάσσονται στη ζώνη του ευρώ θα πρέπει να αποδείξουν τη διατηρησιμότητα της διαδικασίας σύγκλισής τους και την ικανότητά τους να ανταποκριθούν στις μόνιμες δεσμεύσεις που απορρέουν από την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος. Αυτό είναι προς το συμφέρον της ίδιας της χώρας, καθώς και προς το συμφέρον της ζώνης του ευρώ.
Προκειμένου να επιτευχθεί διατηρήσιμη σύγκλιση, απαιτούνται προσαρμογές πολιτικής μονιμότερου χαρακτήρα σε πολλές από τις εξεταζόμενες χώρες. Προϋπόθεση για την επίτευξη διατηρήσιμης σύγκλισης είναι η μακροοικονομική σταθερότητα και συγκεκριμένα η εφαρμογή υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής. Ο υψηλός βαθμός ευελιξίας των αγορών προϊόντων και εργασίας είναι απαραίτητος για την αντιμετώπιση των μακροοικονομικών διαταραχών. Θα πρέπει να υπάρχει μια κουλτούρα σταθερότητας, με σταθεροποιημένες προσδοκίες για τον πληθωρισμό που θα συμβάλλουν στην επίτευξη περιβάλλοντος σταθερότητας των τιμών. Είναι απαραίτητο να διαμορφωθούν ευνοϊκές συνθήκες για την αποδοτική χρήση του κεφαλαίου και της εργασίας στην οικονομία, ώστε να ενισχυθεί η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής και η μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Επίσης, η διατηρήσιμη σύγκλιση απαιτεί αξιόπιστους θεσμούς και ένα υποστηρικτικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Χρειάζεται υψηλός βαθμός οικονομικής ενσωμάτωσης στη ζώνη του ευρώ για να επιτευχθεί συγχρονισμός του οικονομικού κύκλου μεταξύ των χωρών. Επιπλέον, πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή οι ενδεδειγμένες μακροπροληπτικές πολιτικές, ώστε να αποφεύγεται η συσσώρευση μακροοικονομικών ανισορροπιών, όπως η υπερβολική άνοδος των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και οι κύκλοι έξαρσης και ύφεσης (boom-bust) της πιστωτικής επέκτασης. Πρέπει επίσης να έχει θεσπιστεί κατάλληλο πλαίσιο για την εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Οι χώρες που υπόκεινται σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις ανισορροπίες στις οικονομίες τους. Τέλος, η ύπαρξη ισχυρού θεσμικού περιβάλλοντος αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την οικονομική ολοκλήρωση και σύγκλιση.
3.1 Το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών
Τον Μάρτιο του 2020 πέντε από τις επτά χώρες που εξετάζονται στην παρούσα έκθεση κατέγραψαν μέσο δωδεκάμηνο ρυθμό πληθωρισμού υψηλότερο από την τιμή αναφοράς 1,8% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε στη ζώνη του ευρώ το 2018, και στη συνέχεια επιβραδύνθηκε σημαντικά το 2019, κυρίως λόγω των χαμηλότερων τιμών της ενέργειας και της επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας. Αντίθετα όμως, στις περισσότερες από τις εξεταζόμενες χώρες, ο πληθωρισμός εξακολούθησε να επιταχύνεται ή παρέμεινε σε σχετικά υψηλά επίπεδα, ωθούμενος κυρίως από την εύρωστη εγχώρια ζήτηση. Ως αποτέλεσμα, ο πληθωρισμός ήταν αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς στη Βουλγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Τσεχία και την Ουγγαρία, ενώ ήταν χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς στη Σουηδία και πολύ χαμηλότερος στην Κροατία. Ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε στις περισσότερες από τις επισκοπούμενες χώρες στις αρχές του 2020, αν και σε διαφορετικό βαθμό στην καθεμία, κυρίως λόγω των χαμηλότερων τιμών του πετρελαίου.
Την τελευταία δεκαετία τόσο ο μέσος ρυθμός όσο και η μεταβλητότητα του πληθωρισμού παρουσίασαν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών που εξετάζονται στην παρούσα. Κατά την περίοδο αυτή η Ρουμανία και η Ουγγαρία κατέγραψαν μέσο ρυθμό πληθωρισμού βάσει του ΕνΔΤΚ αρκετά υψηλότερο από 2%. Στην Τσεχία και την Πολωνία ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού διαμορφώθηκε πλησιέστερα στο 1,5%. Στη Βουλγαρία, την Κροατία και τη Σουηδία ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο ελαφρώς άνω του 1,0% την τελευταία δεκαετία. Κατά την ίδια περίοδο, η δυναμική των τιμών εμφάνισε ιδιαίτερη μεταβλητότητα στη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Κροατία, την Πολωνία και τη Ρουμανία, καθώς ο πληθωρισμός σε αυτές τις χώρες παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης. Η Σουηδία κατέγραψε τη μικρότερη μεταβλητότητα όσον αφορά τους ρυθμούς πληθωρισμού. Αν και την τελευταία δεκαετία έχει σημειωθεί κάποια πρόοδος προς την κατεύθυνση της σύγκλισης, οι διαφορές πληθωρισμού αυξήθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς (Απρίλιος 2019-Μάρτιος 2020) στις περισσότερες από τις υπό εξέταση χώρες.
Οι εξελίξεις των τιμών σε πιο μακροχρόνια περίοδο αντικατόπτριζαν το πιο ευμετάβλητο μακροοικονομικό περιβάλλον πολλών χωρών. Το 2010 οι εξελίξεις των τιμών παρουσίασαν ακόμη μεγαλύτερη διαφοροποίηση στις περισσότερες από τις επισκοπούμενες χώρες, αντικατοπτρίζοντας εν μέρει διαφορές ως προς την ένταση της οικονομικής ανάκαμψης και τα μέτρα που ελήφθησαν ανά χώρα σε σχέση με τις διοικητικά καθοριζόμενες τιμές μετά την απότομη ύφεση της οικονομίας. Το 2013, ο πληθωρισμός ξεκίνησε καθοδική πορεία σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες φθάνοντας σε ιστορικώς χαμηλούς ή ακόμη και αρνητικούς ρυθμούς. Αυτή η γενικευμένη καθοδική κίνηση αντανακλούσε κυρίως την εξέλιξη των διεθνών τιμών των εμπορευμάτων, τις χαμηλές εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις και τη διατήρηση αναξιοποίητου παραγωγικού δυναμικού σε ορισμένες χώρες. Η εξέλιξη των διεθνών τιμών των εμπορευμάτων είχε ιδιαίτερα έντονο αντίκτυπο στις οικονομίες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, λόγω της σχετικά υψηλής στάθμισης των τιμών της ενέργειας και των ειδών διατροφής στο αντίστοιχο καλάθι του ΕνΔΤΚ. Σε μερικές από τις εξεταζόμενες χώρες, οι μειώσεις των διοικητικά καθοριζόμενων τιμών και των έμμεσων φόρων ή η ενίσχυση της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας άσκησαν επίσης καθοδική πίεση στον πληθωρισμό. Σε αυτό το περιβάλλον, οι συνθήκες νομισματικής πολιτικής χαλάρωσαν σημαντικά. Από το 2017 και εξής ο πληθωρισμός επιταχύνθηκε σημαντικά λόγω της ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας, με κύριους προωθητικούς παράγοντες την εύρωστη εγχώρια ζήτηση και τις αυξανόμενες τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων. Το 2019 και στις αρχές του 2020, παρά την ύπαρξη αντίξοων εξωτερικών παραγόντων και τις χαμηλότερες τιμές της ενέργειας, ο πληθωρισμός παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα στις περισσότερες χώρες που καλύπτει η παρούσα έκθεση, ωθούμενος από την εύρωστη εγχώρια ζήτηση, την αυξανόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας και τις τιμές των ειδών διατροφής. Παράλληλα, η κατεύθυνση της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής παρέμεινε διευκολυντική ή πολύ διευκολυντική στις περισσότερες χώρες.
Ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει τα επόμενα χρόνια στις περισσότερες από τις εξεταζόμενες χώρες, αν και σε ορισμένες θα παραμείνει σχετικά υψηλός. Υπό τις παρούσες εξαιρετικές συνθήκες, οι προβλέψεις υπόκεινται σε ασυνήθιστο βαθμό αβεβαιότητας. Πιο μακροπρόθεσμα, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στις περισσότερες από τις εξεταζόμενες χώρες. Σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο πληθωρισμός αναμένεται να υποχωρήσει σταδιακά στις περισσότερες χώρες κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων, εκτός από την Πολωνία. Το διεθνές περιβάλλον επιδεινώθηκε περαιτέρω το 2020 λόγω της πανδημίας COVID-19. Το ισοζύγιο μεταξύ των μειωτικών πιέσεων στον πληθωρισμό που συνδέονται με την ασθενέστερη ζήτηση και των αυξητικών πιέσεων που συνδέονται με διαταράξεις της προσφοράς, ιδιαίτερα στις τιμές των ειδών διατροφής που έχουν υψηλό συντελεστή στάθμισης στα καλάθια του ΕνΔΤΚ σε κάποιες από τις εξεταζόμενες χώρες, υπόκειται σε σημαντική αβεβαιότητα. Το 2020 σε αποπληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να συμβάλει η απότομη υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου. Ωστόσο ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει άνω του 1,8% στην Τσεχία, την Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Ρουμανία κατά τον χρονικό ορίζοντα της πρόβλεψης. Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν αυτές τις προοπτικές για τον πληθωρισμό είναι σε γενικές γραμμές ισορροπημένοι σε όλες τις επισκοπούμενες χώρες, εκτός από την Πολωνία, όπου είναι καθοδικοί. Οι ανοδικοί κίνδυνοι συνδέονται κυρίως με την ταχύτερη από ό,τι αναμενόταν ανάκαμψη από την οικονομική επιβράδυνση λόγω της πανδημίας COVID-19, ενώ μια πιο παρατεταμένη οικονομική επιβράδυνση αποτελεί σημαντικό καθοδικό κίνδυνο για τις προοπτικές του πληθωρισμού. Πιο μακροπρόθεσμα, σε πολλές υπό εξέταση χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, καθώς τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των τιμών εξακολουθούν να είναι σημαντικώς χαμηλότερα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, εκτός αν αντισταθμιστούν από ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας σε ορισμένες χώρες.
Ένα περιβάλλον που θα συντελεί στη διατηρήσιμη σταθερότητα των τιμών στις χώρες που καλύπτει η παρούσα έκθεση, και όχι μόνο, απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η επίτευξη ή η διατήρηση ενός περιβάλλοντος υποστηρικτικού προς τη σταθερότητα των τιμών θα εξαρτηθεί αποφασιστικά από την εφαρμογή περαιτέρω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Ειδικότερα, οι μισθολογικές αυξήσεις θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας σε επίπεδο επιχείρησης και να λαμβάνουν υπόψη τις συνθήκες στην αγορά εργασίας και τις εξελίξεις στις ανταγωνίστριες χώρες. Επιπλέον, απαιτείται συνέχιση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών για την περαιτέρω βελτίωση της λειτουργίας των αγορών εργασίας και προϊόντων και τη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών για την οικονομική μεγέθυνση και την άνοδο της απασχόλησης. Προς τον σκοπό αυτό, είναι επίσης αναγκαίο να ληφθούν μέτρα για την ενίσχυση της διακυβέρνησης, καθώς και να βελτιωθεί περαιτέρω η ποιότητα των θεσμών στις οικονομίες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Με δεδομένα τα ισχύοντα καθεστώτα αυστηρά ελεγχόμενης συναλλαγματικής ισοτιμίας στην Κροατία και επιτροπής συναλλάγματος στη Βουλγαρία, και με σκοπό την ομαλή μετάβαση και συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ, θα πρέπει οπωσδήποτε άλλοι τομείς πολιτικής να στηρίζουν την ικανότητα αυτών των οικονομιών να διατηρούν τη σταθερότητα των τιμών, να αντιμετωπίζουν τις διαταραχές που αφορούν τη συγκεκριμένη χώρα και να αποτρέπουν τη συσσώρευση μακροοικονομικών ανισορροπιών. Οι πολιτικές για τον χρηματοπιστωτικό τομέα και την εποπτεία πρέπει να αποσκοπούν στην περαιτέρω διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Προκειμένου να στηρίξουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, μεταξύ άλλων ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των συναφών διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με άλλες εθνικές εποπτικές αρχές κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
3.2 Το κριτήριο της δημοσιονομικής κατάστασης
Κατά τη δημοσίευση της παρούσας έκθεσης, μία από τις επισκοπούμενες χώρες υπάγεται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, ενώ αντίθετα το 2018 καμία χώρα δεν υπαγόταν σε τέτοια διαδικασία. Σε σχέση με το 2018, το έλλειμμα της Ρουμανίας επιδεινώθηκε ραγδαία και υπερέβη την τιμή αναφοράς 3% του ΑΕΠ το 2019. Τον Απρίλιο του 2020 ενεργοποιήθηκε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος με προθεσμία διόρθωσης το 2022. Όλες οι υπόλοιπες χώρες κατέγραψαν λόγο δημοσιονομικού ελλείμματος/ΑΕΠ κάτω από την τιμή αναφοράς το 2019. Το έλλειμμα ήταν 2,0% του ΑΕΠ στην Ουγγαρία και 0,7% του ΑΕΠ στην Πολωνία, ενώ η Τσεχία, η Κροατία και η Σουηδία κατέγραψαν μικρά πλεονάσματα ύψους 0,3%, 0,4% και 0,5% του ΑΕΠ αντίστοιχα, και η Βουλγαρία είχε πλεόνασμα ελαφρώς άνω του 2% του ΑΕΠ.
Μεταξύ 2017 και 2019 το δημοσιονομικό αποτέλεσμα επιδεινώθηκε στις περισσότερες από τις χώρες που καλύπτει η παρούσα έκθεση, εκτός από τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και την Πολωνία, όπου βελτιώθηκε. Στη Ρουμανία, την Κροατία, την Τσεχία και τη Σουηδία, η επιδείνωση του ονομαστικού αποτελέσματος εξηγείται κυρίως από τη χαλάρωση της κατεύθυνσης της δημοσιονομικής πολιτικής, που αντισταθμίστηκε εν μέρει από τις ευνοϊκότερες μακροοικονομικές εξελίξεις. Στην Πολωνία και την Ουγγαρία, οι ευνοϊκές μακροοικονομικές συνθήκες συνέβαλαν στη μείωση του ονομαστικού ελλείμματος ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Για το 2020, εξαιτίας της πανδημίας COVID-19, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι ο λόγος του ελλείμματος προς το ΑΕΠ θα διαμορφωθεί άνω της τιμής αναφοράς 3% σε όλες τις χώρες, εκτός από τη Βουλγαρία. Η απότομη επιδείνωση του αποτελέσματος προβλέπεται να προέλθει από την έντονη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και τα δημοσιονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν για να περιοριστεί η κρίση. Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα προβλέπεται να επιδεινωθεί κατά περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες στην Ουγγαρία, 5 στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, 6-7 στην Τσεχία και τη Σουηδία, 7,5 στην Κροατία και κατά περίπου 9 ποσοστιαίες μονάδες στην Πολωνία.
Στην Κροατία και την Ουγγαρία ο λόγος του χρέους ήταν άνω του 60% του ΑΕΠ το 2019, ενώ στις υπόλοιπες υπό εξέταση χώρες ήταν χαμηλότερος ή αρκετά χαμηλότερος από αυτό το όριο (βλ. Πίνακα 3.1 και Διάγραμμα 3.3). Μεταξύ 2017 και 2019 ο λόγος χρέους/ΑΕΠ υποχώρησε σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες, με εξαίρεση τη Ρουμανία, όπου ουσιαστικά σταθεροποιήθηκε. Ο λόγος του χρέους υποχώρησε κατά 6,6 ποσοστιαίες μονάδες στην Ουγγαρία, 5,7 στη Σουηδία, 4,9 στην Βουλγαρία, 4,7 στην Πολωνία, 4,5 στην Κροατία και 3,9 ποσοστιαίες μονάδες στην Τσεχία. Από μια πιο μακροχρόνια σκοπιά, την περίοδο 2010-2019 ο λόγος του χρέους της γενικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ αυξήθηκε έντονα στην Κροατία (κατά 15,4 ποσοστιαίες μονάδες), σημαντικά στη Ρουμανία (κατά 5,6 ποσοστιαίες μονάδες) και τη Βουλγαρία (κατά 5,0 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ στις υπόλοιπες χώρες μειώθηκε.
Για το 2020, εξαιτίας της πανδημίας COVID-19, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ανοδική πορεία των λόγων του χρέους σε όλες τις χώρες. Προβλέπει επίσης ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ θα παραμείνει το 2020 κάτω ή πολύ κάτω από την τιμή αναφοράς 60% σε όλες τις χώρες πλην της Κροατίας και της Ουγγαρίας.
Όσον αφορά το προσεχές διάστημα, και χωρίς να συνυπολογίζονται τα μέτρα πολιτικής που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, είναι απαραίτητο οι υπό εξέταση χώρες να επιτύχουν ή/και να διατηρήσουν υγιείς και διατηρήσιμες δημοσιονομικές θέσεις. Η Ρουμανία, ο λόγος του ελλείμματος της οποίας υπερέβη το όριο το 2019, θα πρέπει να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) και να διορθώσει το υπερβολικό της έλλειμμα μέχρι το 2022. Επιπλέον, όσες χώρες έχουν λόγο χρέους προς ΑΕΠ που υπερβαίνει την τιμή αναφοράς θα πρέπει να εξασφαλίσουν ότι ο λόγος αυτός μειώνεται επαρκώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΣΣΑ, λαμβανομένης υπόψη και της πανδημίας. Περαιτέρω δημοσιονομική προσαρμογή θα διευκόλυνε επίσης την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προκλήσεων που συνδέονται με τις δυσμενείς δημογραφικές εξελίξεις και τον σχηματισμό περαιτέρω αποθεμάτων ασφαλείας που θα επιτρέψουν τη λειτουργία των αυτόματων σταθεροποιητών. Ένα ισχυρό εθνικό δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο θα ευθυγραμμίζεται πλήρως με τους κανόνες της ΕΕ και θα εφαρμόζεται αποτελεσματικά, θα διευκόλυνε τη δημοσιονομική προσαρμογή και θα περιόριζε τις υπερβάσεις των δημόσιων δαπανών, ενώ παράλληλα θα βοηθούσε να αποτραπεί η επανεμφάνιση μακροοικονομικών ανισορροπιών. Γενικά, οι στρατηγικές της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι συμβατές με την υλοποίηση συνολικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης και της απασχόλησης.
3.3 Το κριτήριο της συναλλαγματικής ισοτιμίας
Κατά τη δημοσίευση της παρούσας έκθεσης, καμία από τις εξεταζόμενες χώρες δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ. Οι επτά χώρες εφαρμόζουν διάφορα συναλλαγματικά καθεστώτα. Ωστόσο τον Ιούλιο του 2018 και τον Ιούλιο του 2019, οι αρχές της Βουλγαρίας και της Κροατίας αντίστοιχα εξέφρασαν την πρόθεσή τους να επιδιώξουν την ένταξη του λεβ και του κούνα στον ΜΣΙ ΙΙ και στο μεταξύ έχει σημειωθεί πρόοδος στις σχετικές διαδικασίες.
Κατά την περίοδο αναφοράς η ισοτιμία του λεβ Βουλγαρίας παρέμεινε σταθερή στα 1,95583 λεβ ανά ευρώ στο πλαίσιο καθεστώτος επιτροπής συναλλάγματος. Το συγκεκριμένο συναλλαγματικό καθεστώς εφαρμόζεται σε ένα περιβάλλον μικρών ως επί το πλείστον διαφορών των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων έναντι της ζώνης του ευρώ.
Το κούνα Κροατίας και το λέι Ρουμανίας διακυμάνθηκαν στο πλαίσιο συναλλαγματικών καθεστώτων που περιλαμβάνουν – σε διαφορετικό βαθμό – ελεγχόμενη διακύμανση έναντι του ευρώ. Όσον αφορά το κούνα Κροατίας, η επιλογή αυτή αντανακλάται στην πολύ περιορισμένη μεταβλητότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας και τις μικρές διαφορές των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων έναντι της ζώνης του ευρώ. Η ισοτιμία του λέι Ρουμανίας έναντι του ευρώ παρουσίασε χαμηλή μεταβλητότητα, ενώ οι διαφορές των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων έναντι της ζώνης του ευρώ διατηρήθηκαν σε σχετικώς υψηλά επίπεδα σε όλη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς. Όμως, με την εμφάνιση εντάσεων στη χρηματοπιστωτική αγορά μετά την έξαρση της επιδημίας COVID-19 τον Μάρτιο του 2020, και τα δύο νομίσματα δέχθηκαν πιέσεις υποτίμησης.
Όλα τα άλλα νομίσματα κινήθηκαν σε καθεστώς ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας και τα περισσότερα εξ αυτών παρουσίασαν υψηλή μεταβλητότητα, ιδίως ύστερα από την εμφάνιση εντάσεων στη χρηματοπιστωτική αγορά μετά την έξαρση της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020. Οι διαφορές των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων έναντι της ζώνης του ευρώ ήταν μικρές στη Σουηδία και την Ουγγαρία, αλλά σχετικά μεγάλες στην Πολωνία και την Τσεχία. Η Sveriges Riksbank διατήρησε συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων με την ΕΚΤ, η οποία, επειδή συνέβαλε στη μείωση των ευπαθειών του χρηματοπιστωτικού τομέα, μπορεί να άσκησε κάποια επίδραση και στην εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας κατά την περίοδο αναφοράς.
3.4 Το κριτήριο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Απρίλιο του 2019 μέχρι τον Μάρτιο του 2020, μόνο μία από τις επτά εξεταζόμενες χώρες κατέγραψε μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο άνω της τιμής αναφοράς 2,9%. Στη Σουηδία το μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο ήταν ελαφρώς αρνητικό, -0,1%. Στη Βουλγαρία ήταν 0,3%, ενώ στην Τσεχία και την Κροατία τα μέσα μακροπρόθεσμα επιτόκια ήταν 1,5% και 0,9% αντίστοιχα. Στην Ουγγαρία και την Πολωνία τα επιτόκια σταθεροποιήθηκαν σε επίπεδα κάτω του 2,5%, ενώ στη Ρουμανία το μέσο μακροπρόθεσμο επιτόκιο ήταν 4,4%, δηλ. υψηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,9%. Μετά την εμφάνιση εντάσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές λόγω της έξαρσης της πανδημίας COVID-19 στο τέλος της περιόδου αναφοράς τον Μάρτιο του 2020, οι κεντρικές τράπεζες της Κροατίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Ρουμανίας ανακοίνωσαν, και σε ορισμένες περιπτώσεις υλοποίησαν, προγράμματα αγοράς κρατικών ομολόγων. Η Σουηδία ανακοίνωσε αύξηση του συνολικού ύψους του προγράμματος αγοράς χρεογράφων, που συμπεριλαμβάνει κρατικά ομόλογα.
Σε σχέση με την Έκθεση για τη Σύγκλιση του 2018, η δυναμική των διαφορών των μακροπρόθεσμων επιτοκίων έναντι του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ ήταν μάλλον ανομοιογενής στις περισσότερες υπό εξέταση χώρες. Αυτή η ανομοιογένεια αντανακλά διαφορές τόσο ως προς την κυκλική θέση όσο και ως προς το πώς αξιολογούν οι χρηματοπιστωτικές αγορές τις εξωτερικές και εγχώριες ευπάθειες, συμπεριλαμβανομένης της εξέλιξης των δημοσιονομικών επιδόσεων και τις προοπτικές διατηρήσιμης σύγκλισης. Σε μία από τις επτά εξεταζόμενες χώρες, στη Σουηδία, η διαφορά επιτοκίου είναι αρνητική, ενώ στη Βουλγαρία είναι μηδενική. Η Σουηδία είναι μια σύγχρονη και ανεπτυγμένη οικονομία με χρηματοπιστωτικό σύστημα ήδη ενοποιημένο σε υψηλό βαθμό με τη ζώνη του ευρώ, ενώ στη Βουλγαρία το τραπεζικό σύστημα ανήκει κατά κύριο λόγο σε τράπεζες που εδρεύουν στη ζώνη του ευρώ και η κεντρική τράπεζα εφαρμόζει καθεστώς επιτροπής συναλλάγματος, που de facto εισάγει τις νομισματικές συνθήκες της ζώνης του ευρώ. Στην Κροατία, η διαρκής δημοσιονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών συνέβαλε στη μείωση της διαφοράς επιτοκίων έναντι της ζώνης του ευρώ κατά περίπου 80 μονάδες βάσης μέχρι το τέλος της περιόδου αναφοράς. Στην Τσεχία, την Ουγγαρία και την Πολωνία, η διαφορά κυμαίνεται από 110 έως 220 μονάδες βάσης, κυρίως λόγω του υψηλότερου πληθωρισμού και της ταχύτερης αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ. Η Ρουμανία είναι η μόνη χώρα όπου η διαφορά επιτοκίων είναι σημαντική. Συγκεκριμένα διαμορφώθηκε γύρω στις 440 μονάδες βάσης στο τέλος της περιόδου αναφοράς, ύστερα από αύξηση που κατέγραψε επί τρία έτη αντανακλώντας εγχώριες και εξωτερικές ανισορροπίες.
3.5 Άλλοι σχετικοί παράγοντες
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι περισσότερες από τις εξεταζόμενες χώρες σημείωσαν πρόοδο ως προς την αντιμετώπιση των ανισορροπιών που χαρακτηρίζουν τις οικονομίες τους, αν και σε διαφορετικό βαθμό. Οι εμπεριστατωμένες επισκοπήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, των οποίων τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στις 26 Φεβρουαρίου 2020, διαπιστώνουν μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Κροατία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία. Ωστόσο κρίθηκε ότι η Βουλγαρία δεν αντιμετωπίζει πλέον μακροοικονομικές ανισορροπίες. Όσον αφορά την Κροατία, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι ανισορροπίες συνδέονται με τα υψηλά επίπεδα δημόσιου, ιδιωτικού και εξωτερικού χρέους. Αυτές οι ανισορροπίες που αφορούν μεταβλητές αποθέματος άρχισαν να υποχωρούν με την οικονομική ανάκαμψη. Για τη Ρουμανία, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ευπάθειες που συνδέονται με την απώλεια ανταγωνιστικότητας και τη διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών εμμένουν στο πλαίσιο της έντονα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και θα αυξηθούν εάν δεν αναστραφούν οι τρέχουσες τάσεις. Στην περίπτωση της Σουηδίας η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, παρά την πρόσφατη διόρθωση, οι τιμές των κατοικιών παραμένουν σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα, ενώ εξακολουθεί να αυξάνεται το χρέος των νοικοκυριών. Αν και, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι υπόλοιπες υπό εξέταση χώρες δεν εμφανίζουν ανισορροπίες, και αυτές οι χώρες αντιμετωπίζουν διάφορες προκλήσεις.
Η εξωτερική θέση των περισσότερων χωρών έχει σταθεροποιηθεί τα τελευταία χρόνια. Ο πίνακας αποτελεσμάτων της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών (ΔΜΑ) φανερώνει ότι σε μέσα επίπεδα τριετίας το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρέμεινε πλεονασματικό το 2018 και το 2019 (βλ. Πίνακα 3.2) σε όλες σχεδόν τις εξεταζόμενες χώρες, εκτός από την Πολωνία που κατέγραψε μικρό έλλειμμα, και τη Ρουμανία, όπου καταγράφηκε περαιτέρω αύξηση του ελλείμματος.
Σε όλες σχεδόν τις επισκοπούμενες χώρες η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση μειώθηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ, αν και παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Οι καθαρές υποχρεώσεις των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης έναντι του εξωτερικού αφορούν κυρίως ξένες άμεσες επενδύσεις, οι οποίες αξιολογούνται ως πιο σταθερή μορφή χρηματοδότησης. Το 2019 η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση υπερέβη το ενδεικτικό όριο -35% του ΑΕΠ σε τέσσερις από τις επτά εξεταζόμενες χώρες. Οι καθαρές υποχρεώσεις έναντι του εξωτερικού ήταν χαμηλότερες στην Τσεχία (20,7% του ΑΕΠ), ενώ η Σουηδία κατέγραψε θετική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση (20,9% του ΑΕΠ).
Όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα τιμών και κόστους, την περίοδο 2016-2019 οι αποπληθωρισμένες με τον ΕνΔΤΚ πραγματικές σταθμισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες ανατιμήθηκαν σε διαφορετικό βαθμό στις περισσότερες από τις υπό εξέταση χώρες, με μοναδική εξαίρεση τη Σουηδία. Ο τριετής ρυθμός αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ο οποίος τα χρόνια πριν από την κρίση βρισκόταν σε πολύ υψηλά επίπεδα σε όλες σχεδόν τις χώρες, άρχισε να επιταχύνεται και πάλι, και στις τέσσερις από τις επτά εξεταζόμενες χώρες υπερέβη – σε κάποιες περιπτώσεις κατά πολύ – το ενδεικτικό όριο του 12%. Σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα διαμορφώθηκε στη Ρουμανία, όπου ο ρυθμός αύξησης τριών ετών του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος διαμορφώθηκε σε 24,9% το 2019. Κατά την πενταετία από το 2015 έως το 2019 σε όλες τις χώρες εκτός της Σουηδίας σημειώθηκε σημαντική, αν και επιβραδυνόμενη, βελτίωση των μεριδίων εξαγωγικής αγοράς.
Οι τιμές των κατοικιών εξακολούθησαν να αυξάνονται σε όλες τις επισκοπούμενες χώρες εκτός από τη Σουηδία. Οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό, πλησίον ή και άνω του ενδεικτικού ορίου 6% σε όλες τις χώρες εκτός από τη Βουλγαρία και τη Σουηδία. Αν και οι τιμές των κατοικιών ξεκίνησαν καθοδική διόρθωση στη Σουηδία ύστερα από έντονες αυξήσεις τα προηγούμενα έτη, εν μέρει λόγω στενότητας στην πλευρά της προσφοράς και ιστορικά χαμηλών επιτοκίων, οι τιμές των κατοικιών συνέχισαν να αυξάνονται σημαντικά υπερβαίνοντας το ενδεικτικό όριο στην Τσεχία και, ιδίως, στην Ουγγαρία, τροφοδοτούμενες επίσης από το χαμηλό επίπεδο των επιτοκίων.
Πίνακας 3.2
Πίνακας αποτελεσμάτων για την εποπτεία των μακροοικονομικών ανισορροπιών
Πίνακας 3.2β – Εγχώριες ανισορροπίες και δείκτες ανεργίας
Η σχετικά μακρά περίοδος πιστωτικής επέκτασης που προηγήθηκε της χρηματοπιστωτικής κρίσης επιβάρυνε τον μη χρηματοπιστωτικό ιδιωτικό τομέα με υψηλά επίπεδα συσσωρευμένου χρέους – που όμως μειώνεται με ήπιο ρυθμό – σε μερικές από τις υπό εξέταση χώρες. Αυτή εξακολουθεί να αποτελεί βασική ευπάθεια στις εν λόγω χώρες, αν και η πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα μετριάστηκε και δεν υπερβαίνει το ενδεικτικό όριο 14% σε καμία από τις εξεταζόμενες χώρες. Ωστόσο το 2019 η Σουηδία συνέχισε να καταγράφει ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο χρέους του ιδιωτικού τομέα, υπερβαίνοντας το 200% του ΑΕΠ.
Οι πολιτικές για τον χρηματοπιστωτικό τομέα στις υπό εξέταση χώρες πρέπει να αποσκοπούν στο να διασφαλίσουν ότι ο εν λόγω τομέας συμβάλλει θετικά στην οικονομική ανάπτυξη και τη σταθερότητα των τιμών, ενώ οι πολιτικές για την εποπτεία πρέπει να προσανατολίζονται προς τη σταθεροποίηση του εποπτικού πλαισίου, ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (ΕΕΜ). Προκειμένου να στηρίξουν ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, μεταξύ άλλων ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των αρμόδιων διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με τις εθνικές εποπτικές αρχές άλλων χωρών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
Η διαδικασία προσαρμογής μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση οδήγησε σε σχετικά υψηλά επίπεδα ανεργίας σε ορισμένες από τις επισκοπούμενες χώρες, αλλά τα τελευταία χρόνια το ποσοστό ανεργίας υποχωρεί. Κατά την επισκοπούμενη περίοδο, το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε περαιτέρω στις περισσότερες χώρες και παραμένει κάτω από το ενδεικτικό όριο 10% σε όλες τις εξεταζόμενες χώρες. Αν και η ανεργία παραμένει υψηλή στην Κροατία, παρά τη δραστική της μείωση, εν μέρει λόγω της σημαντικής υποχώρησης της μακροχρόνιας ανεργίας και, ιδίως, της ανεργίας των νέων, στην Ουγγαρία, την Τσεχία και την Πολωνία καταγράφηκαν ιστορικώς χαμηλά ποσοστά ανεργίας και ορισμένες χώρες αντιμετωπίζουν ολοένα περισσότερες ελλείψεις εργατικού δυναμικού σε ορισμένα τμήματα της αγοράς εργασίας.
Η ύπαρξη ισχυρού θεσμικού περιβάλλοντος είναι άλλος ένας σημαντικός παράγοντας που εξετάζεται σε σχέση με τη διατηρησιμότητα της οικονομικής ολοκλήρωσης και σύγκλισης. Η χαμηλή ποιότητα των θεσμών και η ανεπαρκής διακυβέρνηση ενδέχεται να αντανακλούν, για παράδειγμα, αδυναμίες στο επιχειρηματικό περιβάλλον, αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, φοροδιαφυγή, διαφθορά, ύπαρξη κοινωνικών αποκλεισμών, έλλειψη διαφάνειας, έλλειψη ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας ή/και ανεπαρκή πρόσβαση σε διαδικτυακές υπηρεσίες. Σε αρκετές χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, η ενίσχυση της ποιότητας των θεσμών θα βοηθούσε να εξαλειφθούν οι υπάρχουσες δυσκαμψίες και οι παράγοντες που εμποδίζουν την αποδοτική χρήση και κατανομή των συντελεστών παραγωγής, ενισχύοντας έτσι το μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό. Ένα αδύναμο θεσμικό περιβάλλον, στο βαθμό που εμποδίζει την αύξηση του δυνητικού προϊόντος, ενδέχεται επίσης να υπονομεύσει τη δυνατότητα μιας χώρας να εξυπηρετεί το χρέος της και να δυσχεράνει την οικονομική προσαρμογή. Μπορεί επίσης να επηρεάσει την ικανότητα μιας χώρας να εφαρμόσει αναγκαία μέτρα πολιτικής.
Πλην της Σουηδίας, η ποιότητα των θεσμών και της διακυβέρνησης είναι συγκριτικά ασθενής σε όλες τις υπό εξέταση χώρες – ιδιαίτερα στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Κροατία και την Ουγγαρία. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους για την οικονομική ανθεκτικότητα και τη διατηρησιμότητα της σύγκλισης. Επιμέρους δείκτες θεσμικού περιβάλλοντος επιβεβαιώνουν σε γενικές γραμμές τη συνολική εικόνα χαμηλής ποιότητας των θεσμών και της διακυβέρνησης στις περισσότερες χώρες, παρότι υπάρχουν ορισμένες αξιοσημείωτες διαφορές (βλ. Διαγράμματα 3.6 και 3.7).[154] Από αυτή την άποψη, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κροατία και η Ουγγαρία είναι μεταξύ των χωρών που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες προκλήσεις εντός της ΕΕ.
Διάγραμμα 3.6
Επισκόπηση της κατάταξης των χωρών της ΕΕ ως προς την ποιότητα των θεσμών
Διάγραμμα 3.7
Κατάταξη των χωρών της ΕΕ ως προς την ποιότητα των θεσμών ανά επιμέρους δείκτη
Στις περισσότερες υπό εξέταση χώρες απαιτούνται ευρείες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να βελτιωθεί η οικονομική ανάπτυξη και η ανταγωνιστικότητα. Η βελτίωση των τοπικών θεσμών, της διακυβέρνησης και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με την περαιτέρω πρόοδο στη μεταρρύθμιση και ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων και την αποτελεσματική απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, θα συμβάλουν στην επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου της παραγωγικότητας. Μεταξύ άλλων, αυτό θα συνέβαλλε στην ενίσχυση του ανταγωνισμού σε νευραλγικούς ρυθμιζόμενους τομείς (π.χ. ενέργεια και μεταφορές), περιορίζοντας τους φραγμούς εισόδου στην αγορά και ενθαρρύνοντας τις ιδιαίτερα αναγκαίες ιδιωτικές επενδύσεις.
Τέλος, τα θεσμικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με την ποιότητα των στατιστικών στοιχείων έχουν εξίσου ζωτική σημασία ως παράγοντες που στηρίζουν μια ομαλή διαδικασία σύγκλισης. Αυτό ισχύει, μεταξύ άλλων, για τη νομική αυτοτέλεια της εθνικής στατιστικής αρχής, τη διοικητική της επίβλεψη και την αυτονομία του προϋπολογισμού της, τη νομική βάση της εντολής της να συλλέγει στοιχεία και τις νομικές διατάξεις περί στατιστικού απορρήτου, που περιγράφονται αναλυτικότερα στο Κεφάλαιο 6 (βλ. Κεφάλαιο 6 του αγγλικού πρωτοτύπου).
4 Περιλήψεις κατά χώρα
4.1 Βουλγαρία
Κατά το δωδεκάμηνο έως τον Απρίλιο του 2020 ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ στη Βουλγαρία ήταν κατά μέσο όρο 2,6%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 1,8% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη αυτού του ρυθμού τους επόμενους μήνες. Οι εθνικές αρχές έλαβαν σημαντικά μέτρα δημοσιονομικής και μακροπροληπτικής πολιτικής προκειμένου να αντισταθμίσουν τη ζημία που προξένησε στην οικονομία η πανδημία COVID-19. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης, μεταξύ -1,7% και 3,8%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν χαμηλός και διαμορφώθηκε στο 1,1%. Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στη Βουλγαρία, λαμβάνοντας υπόψη και την έντονη αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ιδιαίτερα την περίοδο 2017-18. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης ενδέχεται να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, καθώς τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των τιμών παραμένουν σημαντικά χαμηλότερα στη Βουλγαρία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ. Προκειμένου να αποτραπεί η συσσώρευση υπερβολικών πιέσεων στις τιμές και μακροοικονομικών ανισορροπιών, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης πρέπει να υποστηρίζεται από κατάλληλες πολιτικές.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και το χρέος της γενικής κυβέρνησης της Βουλγαρίας συμμορφώνονταν προς τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 2019, αλλά αναμένεται σημαντική επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης το 2020-21. Η Βουλγαρία υπάγεται στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το 2012. Από το 2012 έως το 2019 η Βουλγαρία πληρούσε άνετα τόσο το κριτήριο για το έλλειμμα (εκτός από το έτος 2014) όσο και το κριτήριο για το χρέος. Για το 2020 όμως, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα σημειωθεί απότομη επιδείνωση των δημοσιονομικών θέσεων εξαιτίας της συνδυαστικής επίδρασης της έντονης επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η Έκθεση Βιωσιμότητας του Χρέους 2019 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Debt Sustainability Monitor), η οποία δημοσιεύθηκε πριν από την πανδημία COVID-19, αναφέρει ότι η Βουλγαρία αντιμετωπίζει χαμηλό κίνδυνο για τη βιωσιμότητα του χρέους μεσομακροπρόθεσμα. Χωρίς να υπολογιστούν τα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, η άσκηση συνετής και φιλικής προς την ανάπτυξη δημοσιονομικής πολιτικής εξακολουθεί να είναι απαραίτητη ώστε να εξασφαλιστούν υγιή δημόσια οικονομικά στο μέλλον.
Κατά τη διετία αναφοράς (1 Απριλίου 2018 έως 31 Μαρτίου 2020) το λεβ Βουλγαρίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ, αλλά η συναλλαγματική του ισοτιμία ήταν σταθερά καθορισμένη σε 1,95583 λεβ ανά ευρώ στο πλαίσιο του καθεστώτος επιτροπής συναλλάγματος. Την τελευταία δεκαετία το άθροισμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του ισοζυγίου κεφαλαίων της Βουλγαρίας έχει βελτιωθεί και οι καθαρές υποχρεώσεις της χώρας έναντι του εξωτερικού έχουν υποχωρήσει έντονα. Στις 29 Ιουνίου 2018 οι βουλγαρικές αρχές εξέφρασαν την πρόθεσή τους να επιδιώξουν την ένταξη του λεβ Βουλγαρίας στον ΜΣΙ ΙΙ. Στις 12 Ιουλίου 2018 οι υπουργοί οικονομικών των χωρών της ζώνης του ευρώ, η ΕΚΤ και οι εκπρόσωποι του Υπουργού Οικονομικών της Δανίας και του Διοικητή της Danmarks Nationalbank χαιρέτισαν την πρόθεση των βουλγαρικών αρχών να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες για την επιτυχή συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ. Η Βουλγαρία έχει αναλάβει σειρά δεσμεύσεων σε τομείς πολιτικής που είναι πολύ σημαντικοί για την ομαλή μετάβαση και συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ. Οι δεσμεύσεις αυτές αφορούν την τραπεζική εποπτεία, άλλα θέματα του χρηματοπιστωτικού τομέα, την ποιότητα των θεσμών και τη διακυβέρνηση. Η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθούν την αποτελεσματική εφαρμογή αυτών των δεσμεύσεων, ενεργώντας στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές προβλέπονται από τις Συνθήκες και το παράγωγο δίκαιο.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Απρίλιο του 2019 έως τον Μάρτιο του 2020 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Βουλγαρία διαμορφώθηκαν σε 0,3% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν πολύ χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,9% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Βουλγαρία έχουν μειωθεί από το 2010, καθώς τα μέσα ετήσια επιτόκια υποχώρησαν από επίπεδα άνω του 7% σε επίπεδα κάτω του 0,5%.
Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί στη διατηρήσιμη σύγκλιση στη Βουλγαρία απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ευρείας κλίμακας. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν επέλεξε να προβεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για τη Βουλγαρία στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2020. Η υιοθέτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ευρείας κλίμακας για την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανθεκτικότητας, του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, της ποιότητας των θεσμών και της διακυβέρνησης στη Βουλγαρία θα συνέβαλλε σημαντικά στη διατηρησιμότητα της σύγκλισης και της ανθεκτικότητας της οικονομίας. Στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας, στις 18 Ιουλίου 2018 οι αρμόδιες αρχές της Βουλγαρίας απέστειλαν αίτημα για την καθιέρωση στενής συνεργασίας με την ΕΚΤ στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, εν όψει της συμμετοχής στον ΜΣΙ ΙΙ. Σύμφωνα με τη σχετική διαδικασία, στις 26 Ιουλίου 2019 η ΕΚΤ δημοσίευσε τα αποτελέσματα της συνολικής αξιολόγησης έξι βουλγαρικών τραπεζών. Στην αξιολόγηση εντοπίστηκαν μέτρα που θα πρέπει να εφαρμοστούν εντός εννεαμήνου από τη δημοσίευση και τα οποία είναι υποχρεωτικά για δύο τράπεζες.
Η νομοθεσία της Βουλγαρίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Βουλγαρία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.
4.2 Τσεχία
Κατά το δωδεκάμηνο έως τον Μάρτιο του 2020 ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ στην Τσεχία ήταν κατά μέσο όρο 2,9%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 1,8% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη αυτού του ρυθμού τους επόμενους μήνες. Οι εθνικές αρχές έλαβαν σημαντικά μέτρα δημοσιονομικής, μακροπροληπτικής και νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αντισταθμίσουν τη ζημία που προξένησε στην οικονομία η πανδημία COVID-19. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός κυμάνθηκε μεταξύ 0,2% και 3,6% και ο συνολικός μέσος όρος της περιόδου ήταν συγκρατημένος και διαμορφώθηκε στο 1,6%. Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στην Τσεχία. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης θα μπορούσε να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα επίπεδα των τιμών εξακολουθούν να είναι σημαντικά χαμηλότερα στην Τσεχία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, εκτός αν αυτό αντισταθμιστεί από ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Προκειμένου να αποτραπεί η συσσώρευση υπερβολικών πιέσεων στις τιμές και μακροοικονομικών ανισορροπιών, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης πρέπει να υποστηρίζεται από κατάλληλες πολιτικές.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και το χρέος της γενικής κυβέρνησης στην Τσεχία συμμορφώνονταν προς τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 2019. Ωστόσο, λόγω της πανδημίας COVID-19, αναμένεται έντονη επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης το 2020-21. Η Τσεχία υπάγεται στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το 2014. Μέχρι το 2019 η Τσεχία ικανοποιούσε άνετα τα κριτήρια για το έλλειμμα και το χρέος. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα σημειωθεί απότομη επιδείνωση των δημοσιονομικών θέσεων εξαιτίας της συνδυαστικής επίδρασης της έντονης επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η Έκθεση Βιωσιμότητας του Χρέους 2019 (Debt Sustainability Monitor) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από την πανδημία COVID-19, αναφέρει ότι η Τσεχία αντιμετωπίζει χαμηλό κίνδυνο για τη βιωσιμότητα του χρέους βραχυμεσοπρόθεσμα, αλλά η γήρανση του πληθυσμού συνεπάγεται κινδύνους μακροπρόθεσμα. Χωρίς να υπολογιστούν τα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, η άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής είναι απαραίτητη ώστε να εξασφαλιστούν υγιή δημόσια οικονομικά στο μέλλον.
Κατά τη διετή περίοδο αναφοράς (1 Απριλίου 2018 έως 31 Μαρτίου 2020) η κορώνα Τσεχίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ II, αλλά κινήθηκε στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Μετά την κατάργηση του κατώτατου ορίου διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας το 2017, η τσεχική κορώνα επέδειξε σχετικά υψηλή μεταβλητότητα έναντι του ευρώ κατά τη διετή περίοδο αναφοράς. Στις 31 Μαρτίου 2020 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 27,312 κορώνες ανά ευρώ, δηλ. 7,7% κάτω από το μέσο επίπεδο του Απριλίου 2018. Την τελευταία δεκαετία το άθροισμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του ισοζυγίου κεφαλαίων έχει βελτιωθεί, ενώ έχουν μειωθεί οι καθαρές υποχρεώσεις της Τσεχίας έναντι του εξωτερικού.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Απρίλιο του 2019 έως τον Μάρτιο του 2020 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Τσεχία διαμορφώθηκαν σε 1,5% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,9% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Τσεχία έχουν μειωθεί από το 2010, καθώς τα μέσα ετήσια επιτόκια υποχώρησαν από σχεδόν 5% σε 1,5%.
Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί στη διατηρήσιμη σύγκλιση απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα των τιμών, συμπεριλαμβανομένων στοχευμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προσανατολισμένων προς τη διαφύλαξη της μακροοικονομικής σταθερότητας. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν επέλεξε να προβεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για την Τσεχία στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2020. Εντούτοις, οι στοχευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν τις πολιτικές για την αγορά εργασίας και την αγορά προϊόντων, καθώς και το επιχειρηματικό περιβάλλον, πρέπει να επισπευσθούν ώστε να αντιμετωπιστούν οι διαρθρωτικές αδυναμίες που ενδέχεται να εμποδίζουν τις προοπτικές ανάπτυξης. Προκειμένου να στηρίξουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, μεταξύ άλλων ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των αρμόδιων διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με άλλες εθνικές εποπτικές αρχές κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
Η νομοθεσία της Τσεχίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Τσεχία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.
4.3 Κροατία
Κατά το δωδεκάμηνο έως τον Μάρτιο του 2020 ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ στη Κροατία ήταν κατά μέσο όρο 0,9%, δηλ. αρκετά χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 1,8% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη αυτού του ρυθμού τους επόμενους μήνες. Οι εθνικές αρχές έλαβαν σημαντικά μέτρα δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αντισταθμίσουν τη ζημία που προξένησε στην οικονομία η πανδημία COVID-19. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης, μεταξύ -0,8% και 4,0%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν χαμηλός και διαμορφώθηκε στο 1,2%. Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στην Κροατία. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης ενδέχεται να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, καθώς τα επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των τιμών παραμένουν σημαντικά χαμηλότερα στην Κροατία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ. Προκειμένου να αποτραπεί η συσσώρευση υπερβολικών πιέσεων στις τιμές και μακροοικονομικών ανισορροπιών, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης πρέπει να υποστηρίζεται από κατάλληλες πολιτικές.
Το 2019 το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης στην Κροατία συμμορφωνόταν προς τα κριτήρια της συνθήκης του Μάαστριχτ, ενώ ο λόγος του χρέους της, αν και σε καθοδική τροχιά από το 2015 έως το 2019, υπερέβαινε την τιμή αναφοράς. Ωστόσο, λόγω της πανδημίας COVID-19, αναμένεται αξιοσημείωτη επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης και έντονη αύξηση του λόγου του χρέους το 2020-21. Η Κροατία είχε υπαχθεί στο διορθωτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το 2014 και εξήλθε από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος τον Ιούνιο του 2017. Από τότε και μέχρι το 2019, η Κροατία ικανοποιούσε άνετα το κριτήριο για το έλλειμμα και ο λόγος του χρέους μειωνόταν. Για το 2020 όμως, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα σημειωθεί απότομη επιδείνωση των δημοσιονομικών θέσεων εξαιτίας της συνδυαστικής επίδρασης της έντονης επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η Έκθεση Βιωσιμότητας του Χρέους 2019 (Debt Sustainability Monitor) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από την πανδημία COVID-19, αναφέρει ότι η Κροατία αντιμετωπίζει χαμηλό κίνδυνο για τη διατηρησιμότητα του χρέους μεσομακροπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα, ενώ φαίνεται ότι η Κροατία αντιμετωπίζει κίνδυνο χαμηλού επιπέδου λόγω της προβλεπόμενης μείωσης των δαπανών που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού, η προβλεπόμενη σημαντική υποχώρηση του λόγου της σύνταξης προς τον μέσο μισθό γεννά προβληματισμό ως προς την επάρκεια του συνταξιοδοτικού συστήματος. Χωρίς να υπολογιστούν τα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, η άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που ενισχύει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα τόσο των εσόδων όσο και των δαπανών, αναμένεται να θέσει το λόγο του χρέους σε μακροχρόνια καθοδική πορεία.
Κατά τη διετία αναφοράς (1 Απριλίου 2018 έως 31 Μαρτίου 2020) το κούνα Κροατίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ, αλλά κινήθηκε σε καθεστώς συναλλαγματικής ισοτιμίας με αυστηρά ελεγχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος. Η συναλλαγματική ισοτιμία του κούνα Κροατίας έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, πολύ χαμηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 31 Μαρτίου 2020 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 7,6255 κούνα ανά ευρώ, δηλ. 2,8% κάτω από το μέσο επίπεδο του Απριλίου 2018. Την τελευταία δεκαετία το άθροισμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του ισοζυγίου κεφαλαίων της Κροατίας έχει βελτιωθεί, ενώ οι καθαρές υποχρεώσεις της χώρας έναντι του εξωτερικού έχουν μειωθεί, ωστόσο παραμένουν πολύ υψηλές. Στις 4 Ιουλίου 2019 οι κροατικές αρχές εξέφρασαν την πρόθεσή τους να επιδιώξουν την ένταξη του κούνα Κροατίας στον ΜΣΙ ΙΙ και ανακοίνωσαν ένα σχέδιο δράσης που περιγράφει λεπτομερώς τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες σκοπεύει να εφαρμόσει η χώρα πριν τη συμμετοχή της στον ΜΣΙ ΙΙ. Στις 8 Ιουλίου 2019 οι υπουργοί οικονομικών των χωρών της ζώνης του ευρώ και της Δανίας, η ΕΚΤ και ο εκπρόσωπος του Διοικητή της Danmarks Nationalbank χαιρέτισαν την πρόθεση των κροατικών αρχών να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες για την επιτυχή συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ. Η Κροατία έχει αναλάβει σειρά δεσμεύσεων σε τομείς πολιτικής που είναι πολύ σημαντικοί για την ομαλή μετάβαση και συμμετοχή στον ΜΣΙ ΙΙ. Πέραν της τραπεζικής εποπτείας, αυτές οι δεσμεύσεις αφορούν το μακροπροληπτικό πλαίσιο της χώρας, το πλαίσιο καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, τη συλλογή, παραγωγή και δημοσιοποίηση στατιστικών στοιχείων, τη διακυβέρνηση του δημόσιου τομέα και τον περιορισμό της χρηματοοικονομικής και διοικητικής επιβάρυνσης. Η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθούν την αποτελεσματική εφαρμογή αυτών των δεσμεύσεων, ενεργώντας στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, όπως αυτές προβλέπονται από τις Συνθήκες και το παράγωγο δίκαιο.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Απρίλιο του 2019 έως τον Μάρτιο του 2020 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Κροατία διαμορφώθηκαν σε 0,9% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, παρέμειναν πολύ χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,9% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Κροατία έχουν μειωθεί από το 2010, καθώς τα μέσα ετήσια επιτόκια υποχώρησαν από ελαφρώς κάτω του 7% σε περίπου 1,0%.
Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί σε διατηρήσιμη σύγκλιση στην Κροατία απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ευρείας κλίμακας. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέλεξε να προβεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για την Κροατία στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2020 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κροατία παρουσιάζει μακροοικονομικές ανισορροπίες. Η Κροατία θα μπορούσε να ωφεληθεί από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με στόχο τη βελτίωση του θεσμικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την τόνωση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, τη μείωση της αναντιστοιχίας δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας και των περιορισμών από την πλευρά της προσφοράς εργασίας, καθώς και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και του συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας, στις 27 Μαΐου 2019 οι αρμόδιες αρχές της Κροατίας απέστειλαν αίτημα για την καθιέρωση στενής συνεργασίας με την ΕΚΤ στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού, εν όψει της συμμετοχής στον ΜΣΙ ΙΙ.
Η νομοθεσία της Κροατίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας. Η Κροατία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.
4.4 Ουγγαρία
Κατά το δωδεκάμηνο έως τον Μάρτιο του 2020 ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ στη Ουγγαρία ήταν κατά μέσο όρο 3,7%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 1,8% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη αυτού του ρυθμού τους επόμενους μήνες. Οι εθνικές αρχές έλαβαν σημαντικά μέτρα δημοσιονομικής, μακροπροληπτικής και νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αντισταθμίσουν τη ζημία που προξένησε στην οικονομία η πανδημία COVID-19. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης, μεταξύ -0,3% και 5,7%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν υψηλός και διαμορφώθηκε στο 2,5%. Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στην Ουγγαρία. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα επίπεδα των τιμών εξακολουθούν να είναι σημαντικά χαμηλότερα στην Ουγγαρία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, εκτός αν αυτό αντισταθμιστεί από ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Προκειμένου να αποτραπεί η συσσώρευση υπερβολικών πιέσεων στις τιμές και μακροοικονομικών ανισορροπιών, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης πρέπει να υποστηρίζεται από κατάλληλες πολιτικές.
Το 2019 το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης στην Ουγγαρία συμμορφωνόταν προς τα κριτήρια της συνθήκης του Μάαστριχτ, ενώ ο λόγος του χρέους της, αν και σε καθοδική τροχιά από το 2012 έως το 2019, υπερέβαινε την τιμή αναφοράς. Ωστόσο, λόγω της πανδημίας COVID-19, αναμένεται αξιοσημείωτη επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης και σημαντική αύξηση του λόγου του χρέους το 2020-21. Η Ουγγαρία υπάγεται στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το 2013 και σε διαδικασία σημαντικής απόκλισης από το 2018. Σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα σημειωθεί απότομη επιδείνωση των δημοσιονομικών θέσεων το 2020 εξαιτίας της συνδυαστικής επίδρασης της έντονης επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η Έκθεση Βιωσιμότητας του Χρέους 2019 (Debt Sustainability Monitor) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από την πανδημία COVID-19, αναφέρει ότι η Ουγγαρία αντιμετωπίζει χαμηλό κίνδυνο δημοσιονομικών πιέσεων βραχυμεσοπρόθεσμα και μεσαίο κίνδυνο μακροπρόθεσμα. Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί πρόκληση για τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Χωρίς να υπολογιστούν τα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, η άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής είναι απαραίτητη ώστε να εξασφαλιστούν υγιή δημόσια οικονομικά στο μέλλον.
Κατά τη διετή περίοδο αναφοράς (1 Απριλίου 2018 έως 31 Μαρτίου 2020) το φιορίνι Ουγγαρίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ II, αλλά κινήθηκε στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ουγγρικού νομίσματος έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, σχετικά υψηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 31 Μαρτίου 2020 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 360,02 φιορίνια ανά ευρώ, δηλ. 15,5% κάτω από το μέσο επίπεδο του Απριλίου 2018. Την τελευταία δεκαετία, το άθροισμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του ισοζυγίου κεφαλαίων της Ουγγαρίας είναι πλεονασματικό. Αυτό έχει συμβάλει σε κάποια μείωση των καθαρών υποχρεώσεων της χώρας έναντι του εξωτερικού, οι οποίες όμως παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Απρίλιο του 2019 έως τον Μάρτιο του 2020 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Ουγγαρία διαμορφώθηκαν σε 2,3% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,9% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Ουγγαρία ακολουθούν καθοδική πορεία από το 2010, καθώς τα μέσα ετήσια επιτόκια υποχώρησαν από 9% σε κάτω του 3%.
Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί σε διατηρήσιμη σύγκλιση στην Ουγγαρία απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ευρείας κλίμακας. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν επέλεξε να προβεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για την Ουγγαρία στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2020. Ωστόσο, η Ουγγαρία θα μπορούσε να επωφεληθεί από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα στοχεύουν στη βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων θεσμών και της δημόσιας διοίκησης, καθώς και από την εφαρμογή των ενδεδειγμένων πολιτικών για τις αγορές προϊόντων και εργασίας. Προκειμένου να στηρίξουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, μεταξύ άλλων ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των αρμόδιων διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με άλλες εθνικές εποπτικές αρχές κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
Η νομοθεσία της Ουγγαρίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης, τον ενιαίο τρόπο γραφής του ευρώ και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Ουγγαρία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.
4.5 Πολωνία
Το δωδεκάμηνο έως τον Μάρτιο του 2020 ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ στην Πολωνία ήταν κατά μέσο όρο 2,8%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 1,8% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη αυτού του ρυθμού τους επόμενους μήνες. Οι εθνικές αρχές έλαβαν σημαντικά μέτρα δημοσιονομικής, μακροπροληπτικής και νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αντισταθμίσουν τη ζημία που προξένησε στην οικονομία η πανδημία COVID-19. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης, μεταξύ -0,7% και 4,1%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν συγκρατημένος και διαμορφώθηκε στο 1,5%. Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχει προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στην Πολωνία. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα επίπεδα των τιμών εξακολουθούν να είναι σημαντικά χαμηλότερα στη Πολωνία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, εκτός αν αυτό αντισταθμιστεί από ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Προκειμένου να αποτραπεί η συσσώρευση υπερβολικών πιέσεων στις τιμές και μακροοικονομικών ανισορροπιών, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης πρέπει να υποστηρίζεται από κατάλληλες πολιτικές.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και το χρέος της γενικής κυβέρνησης στην Πολωνία συμμορφώνονταν προς τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 2019. Ωστόσο, λόγω της πανδημίας COVID-19, αναμένεται αξιοσημείωτη επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης και έντονη αύξηση του λόγου του χρέους το 2020-21. Η Πολωνία υπάγεται στο προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από το 2015. Από τότε και μέχρι το 2019, η Πολωνία ικανοποιούσε άνετα το κριτήριο για το έλλειμμα και ο λόγος του χρέους μειωνόταν. Για το 2020, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα σημειωθεί απότομη επιδείνωση των δημοσιονομικών θέσεων εξαιτίας της συνδυαστικής επίδρασης της έντονης επιδείνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και των δημοσιονομικών μέτρων που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η Έκθεση Βιωσιμότητας του Χρέους 2019 (Debt Sustainability Monitor) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από την πανδημία COVID-19, αναφέρει ότι η Πολωνία αντιμετωπίζει χαμηλό κίνδυνο για τη διατηρησιμότητα του χρέους μεσομακροπρόθεσμα. Ωστόσο, πρέπει να διασφαλιστεί η επάρκεια του συνταξιοδοτικού συστήματος, ώστε να αποφευχθεί μια μεγάλη υποχώρηση του λόγου της σύνταξης προς τον μέσο μισθό μεσομακροπρόθεσμα. Χωρίς να υπολογιστούν τα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, η άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής είναι απαραίτητη ώστε να εξασφαλιστούν υγιή δημόσια οικονομικά στο μέλλον.
Κατά τη διετή περίοδο αναφοράς (1 Απριλίου 2018 έως 31 Μαρτίου 2020) το ζλότυ Πολωνίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ II, αλλά κινήθηκε στο πλαίσιο ενός καθεστώτος ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συναλλαγματική ισοτιμία του ζλότυ Πολωνίας έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, σχετικά υψηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 31 Μαρτίου 2020 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 4,5506 ζλότυ ανά ευρώ, δηλ. 8,5% κάτω από το μέσο επίπεδο του Απριλίου 2018. Την τελευταία δεκαετία έχει βελτιωθεί το άθροισμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του ισοζυγίου κεφαλαίων της Πολωνίας, ενώ οι καθαρές υποχρεώσεις της χώρας έναντι του εξωτερικού παραμένουν πολύ υψηλές, αν και από το 2017 καταγράφουν μείωση και αφορούν κυρίως καθαρές άμεσες επενδύσεις.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Απρίλιο του 2019 έως τον Μάρτιο του 2020 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Πολωνία διαμορφώθηκαν σε 2,2% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν κάτω από την τιμή αναφοράς 2,9% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στην Πολωνία έχουν υποχωρήσει από το 2010, καθώς τα μέσα ετήσια επιτόκια μειώθηκαν από επίπεδα σχεδόν 6% σε επίπεδα πλησίον του 2%.
Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί σε διατηρήσιμη σύγκλιση στην Πολωνία απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, μέτρα πολιτικής που θα διαφυλάσσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στοχευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν επέλεξε να προβεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για την Πολωνία στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2020. Είναι σημαντικό να διατηρηθεί η σημερινή ισχυρή χρηματοοικονομική θέση του τραπεζικού τομέα προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών και να διασφαλιστεί η θετική του συμβολή στην οικονομική ανάπτυξη, που θα πρέπει να υποστηρίζεται από ορθώς στοχευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τον περιορισμό των τριβών στις αγορές εργασίας, την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων και την επιτάχυνση της καινοτομίας, των ιδιωτικοποιήσεων και του εκσυγχρονισμού των υποδομών. Προκειμένου να στηρίξουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, μεταξύ άλλων ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των αρμόδιων διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με άλλες εθνικές εποπτικές αρχές κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
Η νομοθεσία της Πολωνίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την εμπιστευτικότητα, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Πολωνία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.
4.6 Ρουμανία
Κατά το δωδεκάμηνο έως τον Απρίλιο του 2020 ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ στη Ρουμανία ήταν κατά μέσο όρο 3,7%, δηλ. αρκετά υψηλότερος από την τιμή αναφοράς 1,8% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη αυτού του ρυθμού τους επόμενους μήνες. Οι εθνικές αρχές έλαβαν σημαντικά μέτρα δημοσιονομικής, μακροπροληπτικής και νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αντισταθμίσουν τη ζημία που προξένησε στην οικονομία η πανδημία COVID-19. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μεγάλο εύρος διακύμανσης, μεταξύ -1,7% και 7,8%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν υψηλός και διαμορφώθηκε στο 2,7%. Όσον αφορά το μέλλον, υπάρχει έντονος προβληματισμός σχετικά με τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα της σύγκλισης του πληθωρισμού στη Ρουμανία. Η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης είναι πιθανόν να οδηγήσει σε θετικές διαφορές πληθωρισμού έναντι της ζώνης του ευρώ, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τα επίπεδα των τιμών εξακολουθούν να είναι σημαντικά χαμηλότερα στη Ρουμανία από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, εκτός αν αυτό αντισταθμιστεί από ανατίμηση της ονομαστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Προκειμένου να αποτραπεί η συσσώρευση υπερβολικών πιέσεων στις τιμές και μακροοικονομικών ανισορροπιών, η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης πρέπει να υποστηρίζεται από κατάλληλες πολιτικές.
Ενώ το χρέος της Ρουμανίας συμμορφωνόταν προς το σχετικό κριτήριο του Μάαστριχτ, το δημόσιο έλλειμμα υπερέβη την τιμή αναφοράς 3% το 2019. Ως εκ τούτου, τον Απρίλιο του 2020 κινήθηκε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, στο πλαίσιο της οποίας απαιτείται από τη χώρα να διορθώσει το υπερβολικό της έλλειμμα το αργότερο μέχρι το 2022. Η Ρουμανία είχε ενταχθεί σε διαδικασία σημαντικής απόκλισης στο πλαίσιο του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από τον Ιούνιο του 2017 και από τον Απρίλιο του 2020 υπόκειται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος στο πλαίσιο του διορθωτικού σκέλους. Οι αρχές έχουν επανειλημμένα αποτύχει να αναλάβουν αποτελεσματική δράση για τη διόρθωση της σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής προς τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο. Το διαρθρωτικό αποτέλεσμα καταγράφει σημαντική και αυξανόμενη απόκλιση από το 2016. Σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το έλλειμμα αναμένεται να επιδεινωθεί σημαντικά, και με αυξανόμενη απόκλιση έναντι της τιμής αναφοράς 3% του ΑΕΠ. Η απότομη επιδείνωση του ονομαστικού και διαρθρωτικού δημοσιονομικού αποτελέσματος οφείλεται στην έντονη επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας και τα δημοσιονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης COVID-19, και από τη σημαντική αύξηση των συντάξεων γήρατος ύστερα από ένα νέο νόμο για το συνταξιοδοτικό που ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 2019. Αυτές οι εξελίξεις συμβάλλουν στην ανοδική τάση του λόγου του χρέους. Σύμφωνα με την Έκθεση Βιωσιμότητας του Χρέους 2019 (Debt Sustainability Monitor) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από την πανδημία COVID-19, η Ρουμανία αντιμετωπίζει υψηλό κίνδυνο για τη διατηρησιμότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιδείνωση του προβλεπόμενου διαρθρωτικού πρωτογενούς αποτελέσματος και την αύξηση των δαπανών γήρατος. Χωρίς να υπολογιστούν τα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, απαιτούνται περαιτέρω μεταρρυθμίσεις σε αυτούς τους τομείς και σημαντικά μέτρα εξυγίανσης για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος και τη διαφύλαξη της διατηρησιμότητας των δημόσιων οικονομικών.
Κατά τη διετία αναφοράς (1 Απριλίου 2018 έως 31 Μαρτίου 2020) το λέι Ρουμανίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ, αλλά κινήθηκε σε καθεστώς ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας με ελεγχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος. Η συναλλαγματική ισοτιμία του λέι Ρουμανίας έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, χαμηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς. Στις 31 Μαρτίου 2020 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 4,8283 λέι ανά ευρώ, δηλ. 3,7% κάτω από το μέσο επίπεδο του Απριλίου 2018. Την τελευταία δεκαετία έχει βελτιωθεί το άθροισμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του ισοζυγίου κεφαλαίων της Ρουμανίας, ενώ οι καθαρές υποχρεώσεις της χώρας έναντι του εξωτερικού έχουν μειωθεί, ωστόσο παραμένουν υψηλές.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Απρίλιο του 2019 έως τον Μάρτιο του 2020 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Ρουμανία διαμορφώθηκαν σε 4,4% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, ήταν υψηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,9% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Ρουμανία έχουν μειωθεί από το 2010, καθώς τα μέσα ετήσια επιτόκια υποχώρησαν από επίπεδα πλησίον του 10% σε περίπου 4,5%.
Η επίτευξη ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί σε διατηρήσιμη σύγκλιση στη Ρουμανία απαιτεί την άσκηση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ευρείας κλίμακας. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επέλεξε να προβεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση για τη Ρουμανία στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2020 τους πρώτους μήνες του 2020. Υπάρχουν σημαντικά περιθώρια και ανάγκη λήψης μέτρων με στόχο τη βελτίωση του θεσμικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την ενίσχυση των επενδύσεων και του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, τη μείωση της μεγάλης αναντιστοιχίας και έλλειψης δεξιοτήτων καθώς και την αύξηση του ποσοστού του ενεργού πληθυσμού προκειμένου να μειωθούν οι εντάσεις στην αγορά εργασίας, και βελτίωση τόσο της ποιότητας όσο και της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ιδίως μετά την αναστροφή της προόδου σε σημαντικούς τομείς όπως η καταπολέμηση της διαφθοράς. Επίσης θα πρέπει να καταβληθούν σοβαρές προσπάθειες ώστε να βελτιωθεί η χαμηλή απορρόφηση κονδυλίων της ΕΕ από τη Ρουμανία. Προκειμένου να στηρίξουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, μεταξύ άλλων ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των αρμόδιων διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με άλλες εθνικές εποπτικές αρχές κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
Η νομοθεσία της Ρουμανίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Ρουμανία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης.
4.7 Σουηδία
Κατά το δωδεκάμηνο έως τον Απρίλιο του 2020 ο μέσος δωδεκάμηνος πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ στη Σουηδία ήταν 1,6%, δηλ. χαμηλότερος από την τιμή αναφοράς 1,8% για το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών. Λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19), υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την εξέλιξη αυτού του ρυθμού τους επόμενους μήνες. Οι εθνικές αρχές έλαβαν σημαντικά μέτρα δημοσιονομικής, μακροπροληπτικής και νομισματικής πολιτικής προκειμένου να αντισταθμίσουν τη ζημία που προξένησε στην οικονομία η πανδημία COVID-19. Την τελευταία δεκαετία αυτός ο ρυθμός παρουσίασε σχετικά μικρό εύρος διακύμανσης, μεταξύ 0,2% και 2,1%, ενώ ο μέσος όρος της περιόδου ήταν χαμηλός και διαμορφώθηκε στο 1,2%. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Σουηδία είναι ήδη υψηλότερο από το επίπεδο της ζώνης του ευρώ. Όσον αφορά το προσεχές διάστημα, η νομισματική πολιτική και το προσανατολισμένο στη σταθερότητα θεσμικό πλαίσιο αναμένεται ότι θα εξακολουθήσουν να στηρίζουν την επίτευξη σταθερότητας των τιμών στη Σουηδία.
Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα και ο λόγος του χρέους της γενικής κυβέρνησης στη Σουηδία συμμορφώνονταν προς τα κριτήρια του Μάαστριχτ το 2019, αλλά αναμένεται να επιδεινωθούν σημαντικά το 2020 εξαιτίας της πανδημίας COVID-19. Από το 1998 μέχρι το 2019 η Σουηδία δεν έχει υπαχθεί σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Σουηδίας αναμένεται να επιδεινωθεί έντονα το 2020 και να διαμορφωθεί σε έλλειμμα 5,6% του ΑΕΠ λόγω των μακροοικονομικών συνεπειών της πανδημίας COVID-19 και των σχετικών μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής. Αναμένεται να επιστρέψει σε επίπεδα κάτω από την τιμή αναφοράς 3% το 2021. Επίσης αναμένεται έντονη αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, ο οποίος όμως θα παραμείνει σε επίπεδα κάτω από την τιμή αναφοράς 60%. Σύμφωνα με την Έκθεση Βιωσιμότητας του Χρέους 2019 (Debt Sustainability Monitor) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από την πανδημία COVID-19, η Σουηδία αντιμετωπίζει χαμηλούς κινδύνους μεσομακροπρόθεσμα λόγω του ακόμη χαμηλού επιπέδου του χρέους της. Χωρίς να υπολογιστούν τα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, η συνεχιζόμενη συμμόρφωση προς τον μεσοπρόθεσμο στόχο τα επόμενα χρόνια θα διασφαλίσει ότι το ιστορικό υγιών δημόσιων οικονομικών της χώρας θα συνεχιστεί και θα ενισχυθεί.
Κατά τη διετή περίοδο αναφοράς (1 Απριλίου 2018 έως 31 Μαρτίου 2020) η κορώνα Σουηδίας δεν συμμετείχε στον ΜΣΙ ΙΙ, αλλά κινήθηκε σε καθεστώς ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η συναλλαγματική ισοτιμία της κορώνας Σουηδίας έναντι του ευρώ επέδειξε, κατά μέσο όρο, σχετικά υψηλή μεταβλητότητα κατά την περίοδο αναφοράς, ακολουθώντας συνολικά μια τάση υποτίμησης. Στις 31 Μαρτίου 2020 η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν 11,0613 κορώνες ανά ευρώ, δηλ. 6,6% κάτω από το μέσο επίπεδο του Απριλίου 2018. Την τελευταία δεκαετία η Σουηδία έχει καταγράψει μεγάλα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και από το 2015 η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της είναι θετική.
Κατά την περίοδο αναφοράς από τον Απρίλιο του 2019 έως τον Μάρτιο του 2020 τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Σουηδία διαμορφώθηκαν σε -0,1% κατά μέσο όρο και, ως εκ τούτου, παρέμειναν πολύ χαμηλότερα από την τιμή αναφοράς 2,9% για το κριτήριο της σύγκλισης των επιτοκίων. Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια στη Σουηδία έχουν μειωθεί σε σύγκριση με το 2010, καθώς τα μέσα ετήσια επιτόκια υποχώρησαν από επίπεδα άνω του 3% σε περίπου 0%.
Η διατήρηση ενός περιβάλλοντος που θα συντελεί στη διατηρήσιμη σύγκλιση στη Σουηδία απαιτεί τη συνέχιση οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στη σταθερότητα, στοχευμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, στην Έκθεση για τον Μηχανισμό Επαγρύπνησης 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Σουηδία εξακολουθεί να παρουσιάζει μακροοικονομικές ανισορροπίες. Σε αυτό το πλαίσιο, χρειάζονται περαιτέρω προσπάθειες για να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι που απειλούν τη μακροοικονομική σταθερότητα, οι οποίοι πηγάζουν από τις ιστορικά υψηλές τιμές κατοικιών και τη συνακόλουθη υψηλή δανειακή επιβάρυνση των νοικοκυριών. Προκειμένου να στηρίξουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι εθνικές αρμόδιες αρχές θα πρέπει να συνεχίσουν να βελτιώνουν τις εποπτικές πρακτικές τους, μεταξύ άλλων ακολουθώντας τις ισχύουσες συστάσεις των αρμόδιων διεθνών και ευρωπαϊκών οργάνων και διατηρώντας στενή συνεργασία με άλλες εθνικές εποπτικές αρχές κρατών-μελών της ΕΕ στο πλαίσιο των σωμάτων εποπτών.
Η νομοθεσία της Σουηδίας δεν συμμορφώνεται προς όλες τις απαιτήσεις όσον αφορά την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, την απαγόρευση της νομισματικής χρηματοδότησης και τη νομική ενσωμάτωση στο Ευρωσύστημα. Η Σουηδία είναι κράτος-μέλος της ΕΕ με παρέκκλιση και ως εκ τούτου θα πρέπει να προβεί σε όλες τις απαιτούμενες προσαρμογές βάσει του άρθρου 131 της Συνθήκης. Σύμφωνα με τη Συνθήκη, η Σουηδία όφειλε να έχει ψηφίσει εθνικές νομοθετικές διατάξεις για την ενσωμάτωσή της στο Ευρωσύστημα από την 1η Ιουνίου 1998. Μέχρι σήμερα, οι σουηδικές αρχές δεν έχουν προβεί στις απαραίτητες νομοθετικές ενέργειες προκειμένου να αρθούν οι ασυμβατότητες που περιγράφονται στην παρούσα αλλά και σε παλαιότερες εκθέσεις.
© Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, 2020
Διεύθυνση 60640 Frankfurt am Main, Γερμανία
Τηλέφωνο +49 69 1344 0
Δικτυακός τόπος www.ecb.europa.eu
Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για εκπαιδευτικούς και μη εμπορικούς σκοπούς, εφόσον αναφέρεται η πηγή.
Τελευταία ημερομηνία για τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκθεση: 7 Μαΐου 2020.
Για θέματα ορολογίας και συντομογραφίες ανατρέξτε στο Γλωσσάριο της ΕΚΤ (διαθέσιμο μόνο στα αγγλικά).
HTML ISBN 978-92-899-4311-6, ISSN 1725-9517, doi:10.2866/1015, QB-AD-20-001-EL-Q
Στους πίνακες χρησιμοποιούνται τα εξής σύμβολα:
“-” δεν υπάρχουν/δεν εφαρμόζονται στοιχεία
“.” τα στοιχεία δεν είναι ακόμη διαθέσιμα
- Με τη σύναψη της Συνθήκης του Μααστριχτ το 1992, στη Δανία δόθηκε ρήτρα εξαίρεσης (opt-out), βάσει της οποίας δεν είναι υποχρεωμένη να συμμετάσχει στο Τρίτο Στάδιο της ΟΝΕ και συνεπώς να υιοθετήσει το ευρώ.
- Εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, όπου στην παρούσα έκθεση γίνεται λόγος για τη “Συνθήκη” νοείται η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι αναφορές στους αριθμούς των άρθρων αντανακλούν την αρίθμηση που ισχύει από την 1η Δεκεμβρίου 2009. Εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, όπου στην παρούσα έκθεση γίνεται λόγος για τις “Συνθήκες” νοούνται η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ επίσης την αποσαφήνιση αυτών των όρων στο Διαδικτυακό Γλωσσάριο της ΕΚΤ (διατίθεται μόνο στα αγγλικά).
- Ημερομηνία κατά την οποία η ΕΚΤ ανέλαβε τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, άρθρο 33(2).
- Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 του Κανονισμού ΕΚΤ/2014/17 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Απριλίου 2014 που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (Κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ).
- Δεδομένων των εξαιρετικών συνθηκών και του υψηλού επιπέδου αβεβαιότητας, οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα πιθανό σενάριο μεταξύ πολλών άλλων.
- Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 209, 2.8.1997, σ. 6).
- Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1177/2011 του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2011, που τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σ. 33).
- Η ΣΣΣΔ ισχύει και για εκείνα τα κράτη-μέλη της ΕΕ με παρέκκλιση τα οποία την έχουν κυρώσει, από την ημερομηνία κατά την οποία τίθεται σε ισχύ η απόφαση περί κατάργησης της σχετικής παρέκκλισης ή από προγενέστερη ημερομηνία, εφόσον το κράτος-μέλος δηλώσει την πρόθεσή του να δεσμεύεται, από αυτή την προγενέστερη ημερομηνία, από το σύνολο ή μέρος των διατάξεων της ΣΣΣΔ.
- Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (ΕΕ L 209, 2.8.1997, σ. 1).
- Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών-μελών (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σ. 41).
- Βλ. αιτιολογική σκέψη 2 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1176/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σ. 25).
- Βλ. άρθρο 4(4) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1176/2011.
- Βλ. αιτιολογική σκέψη 17 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1176/2011.
- Γνώμες CON/2010/37 και CON/2010/91.
- Απόφαση 98/317/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Μαΐου 1998, σύμφωνα με το άρθρο 109ι(4) της Συνθήκης (ΕΕ L 139, 11.5.1998, σ. 30). Σημείωση: Ο τίτλος της Απόφασης 98/317/ΕΚ αναφέρεται στη Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (πριν από την επαναρίθμηση των άρθρων της σύμφωνα με το άρθρο 12 της Συνθήκης του Άμστερνταμ). Η διάταξη αυτή έχει καταργηθεί από τη Συνθήκη της Λισσαβώνας.
- Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Τσεχίας, της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 236, 23.9.2003, σ. 33).
- Για τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, βλ. άρθρο 5 της Πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ L 157, 21.6.2005, σ. 203). Για την Κροατία, βλ. άρθρο 5 της Πράξης περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Κροατίας και των προσαρμογών της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΕ L 112, 24.4.2012, σ. 21).
- Άρθρο127(1) της Συμφωνίας Αποχώρησης. Βλ. επίσης άρθρο 127(3) και (6), και άρθρο 7(1) της Συμφωνίας Αποχώρησης. Για τους σκοπούς της συμμετοχής στις θεσμικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στα Άρθρα 282 και 283 της Συνθήκης και του Καταστατικού (με εξαίρεση το άρθρο 21(2) του Καταστατικού), κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου η Τράπεζα της Αγγλίας δεν θεωρείται εθνική κεντρική τράπεζα κράτους-μέλους.
- Ειδικότερα τις Εκθέσεις για τη Σύγκλιση της ΕΚΤ του Μαΐου 2018 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2016 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2014 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Κροατία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Ιουνίου 2013 (για τη Λεττονία), του Μαΐου 2012 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2010 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2008 (για τη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2007 (για την Κύπρο και τη Μάλτα), του Δεκεμβρίου 2006 (για την Τσεχία, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λεττονία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2006 (για τη Λιθουανία και τη Σλοβενία), του Οκτωβρίου 2004 (για την Τσεχία, την Εσθονία, την Κύπρο, τη Λεττονία, τη Λιθουανία, την Ουγγαρία, τη Μάλτα, την Πολωνία, τη Σλοβενία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία), του Μαΐου 2002 (για τη Σουηδία) και του Απριλίου 2000 (για την Ελλάδα και τη Σουηδία) και την Έκθεση για τη Σύγκλιση του ΕΝΙ του Μαρτίου 1998.
- Βλ. μεταξύ άλλων Υπόθεση C-265/95 Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, ECLI:EU:C:1997:595.
- ΕΕ L 189, 3.7.1998, σ. 42.
- Αυτό ισχύει επίσης για το καθεστώς εμπιστευτικότητας του ΕΣΚΤ, βλ. Ενότητα 2.2.4 της παρούσας Έκθεσης για τη Σύγκλιση.
- Γνώμη CON/2011/104.
- Βλ. Γνώμη CON/2019/15 και Υπόθεση C-11/00, Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ECLI:EU:C:2003:395, παρ. 134-136.
- Γνώμη CON/2019/23.
- Γνώμες CON/2011/104 και CON/2017/34.
- Γνώμη CON/2010/31.
- Γνώμη CON/2009/93.
- Γνώμη CON/2010/94.
- Γνώμη CON/2016/33.
- Γνώμες CON/2014/25 και CON/2015/57.
- Γνώμη CON/2018/17.
- Βλ. Υπόθεση C-202/18 Rimšēvičs κατά Δημοκρατίας της Λεττονίας, ECLI:EU:C:2019:139, παρ. 76.
- Βλ. Υπόθεση C-202/18 Rimšēvičs κατά Δημοκρατίας της Λεττονίας, ECLI:EU:C:2019:139, παρ. 52, και Γνώμη CON/2011/9.
- Βλ. π.χ. τις Γνώμες CON/2010/56, CON/2010/80, CON/2011/104 και CON/2011/106.
- Γνώμη CON/2018/23.
- Γνώμη CON/2012/89.
- Γνώμες CON/2018/17, CON/2019/19 και CON/2019/36.
- Γνώμη CON/2018/53.
- Βλ. Γνώμη CON/2019/36 και τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέως Kokott στην Υπόθεση C - 202/18,Rimšēvičs κατά Δημοκρατίας της Λεττονίας, ECLI:EU:C:2018:1030, παρ. 77.
- Βλ. Υπόθεση C-202/18, Rimšēvičs κατά Δημοκρατίας της Λεττονίας, ECLI:EU:C:2019:139, παρ. 96.
- Γνώμες CON/2004/35, CON/2005/26, CON/2006/32, CON/2006/44, CON/2007/6, CON/2019/19 και CON/2019/24.
- Γνώμη CON/2018/23.
- Γνώμες CON/2014/24, CON/2014/27, CON/2014/56 και CON/2017/17.
- Το άρθρο 30.4 του Καταστατικού ισχύει μόνο εντός του Ευρωσυστήματος.
- Το άρθρο 33.2 του Καταστατικού ισχύει μόνο εντός του Ευρωσυστήματος.
- Γνώμη CON/2016/55.
- Γνώμη CON/2018/17.
- ΕΕ L 115 της 16.5.2000, σ. 1.
- Απόφαση ΕΚΤ/2010/26 της 13ης Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με την αύξηση του κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ L 11, 15.1.2011, σ. 53).
- Οι κυριότερες γνώμες διαπλαστικού χαρακτήρα που εξέδωσε η ΕΚΤ επ' αυτού του θέματος είναι οι εξής: Γνώμες CON/2002/16, CON/2003/22, CON/2003/27, CON/2004/1, CON/2006/38, CON/2006/47, CON/2007/8, CON/2008/13, CON/2008/68 και CON/2009/32.
- Γνώμη CON/2019/12.
- Γνώμη CON/2019/19.
- Όσον αφορά τις δραστηριότητες των ανεξάρτητων εξωτερικών ελεγκτών των ΕθνΚΤ, βλ. το άρθρο 27.1 του Καταστατικού.
- Γνώμες CON/2011/9, CON/2011/53, CON/2015/57 και CON/2018/17.
- Γνώμες CON/2015/8, CON/2015/57, CON/2016/24, CON/2016/59 και CON/2018/17.
- Γνώμες CON/2017/17 και CON/2018/17.
- Γνώμες CON/2009/85 και CON/2017/17.
- Γνώμες CON/2009/26 και CON/2013/15.
- Γνώμες CON/2009/59 και CON/2009/63.
- Γνώμες CON/2009/53, CON/2009/83 και CON/2019/21.
- Γνώμες CON/2009/26 και CON/2012/69.
- Γνώμη CON/2019/19.
- Γνώμες CON/2008/9, CON/2008/10 και CON/2012/89.
- Γνώμη CON/2019/19.
- Γνώμες CON/2010/42, CON/2010/51, CON/2010/56, CON/2010/69, CON/2010/80, CON/2011/104, CON/2011/106, CON/2012/6, CON/2012/86 και CON/2014/7.
- Γνώμη CON/2014/38.
- Γνώμες CON/2015/8 και CON/2015/57.
- EE L 332, 31.12.1993, σ. 1. Τα άρθρα 104 και 104β(1), της Συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επαναριθμήθηκαν ως άρθρα 123 και 125(1) της Συνθήκης.
- Βλ. την Έκθεση για τη Σύγκλιση 2008, σ. 26-27, υποσημείωση 13, στην οποία παρατίθεται κατάλογος γνωμών διαπλαστικού χαρακτήρα που εξέδωσαν το ΕΝΙ/η ΕΚΤ μεταξύ Μαΐου 1995 και Μαρτίου 2008.
- Γνώμες CON/2013/16, CON/2016/21 και CON/2017/4.
- Η αξιολόγηση αυτή δεν είναι απαραίτητη εάν το καθήκον που πρόκειται να ανατεθεί σε μία ΕθνΚΤ απλώς συμπληρώνει υπάρχουσα λειτουργία της ΕθνΚΤ και δεν είναι στην πραγματικότητα νέο καθήκον.
- Βλ. π.χ. τη Γνώμη CON/2016/54.
- Γνώμες CON/2011/30, CON/2015/36 και CON/2015/46.
- Γνώμη CON/2015/22.
- Βλ. την ενότητα με τίτλο “Οικονομική ενίσχυση προς ταμεία εξυγίανσης ή συμφωνίες χρηματοδότησης και συστήματα εγγύησης καταθέσεων ή αποζημίωσης των επενδυτών" για κάποιες ειδικές περιπτώσεις.
- Γνώμες CON/2015/36, CON/2015/46, CON/2016/49, CON/2016/57 και CON/2018/57.
- Γνώμη CON/2015/12.
- Γνώμη CON/2016/45.
- Γνώμη CON/2016/54.
- Γνώμη CON/2017/19.
- Γνώμη CON/2017/32.
- Γνώμη CON/2018/43.
- Γνώμη CON/2020/2.
- Γνώμες CON/2007/29, CON/ 2016/31, CON/2017/3 και CON/2017/12.
- Γνώμη CON/2019/27.
- Γνώμη CON/2015/45.
- Γνώμη CON/2016/31.
- Γνώμες CON/2015/54, CON/2016/34 και CON/2017/3.
- Γνώμη CON/2019/07.
- Γνώμη CON/2019/02.
- Γνώμη CON/2017/52.
- Γνώμες CON/2018/2 και CON/2018/5.
- Γνώμη CON/2016/38.
- Γνώμη CON/2017/2.
- Αυτό αναλύεται περαιτέρω στην υποενότητα “Οικονομική στήριξη προς ταμεία εξυγίανσης ή συμφωνίες χρηματοδότησης και προς συστήματα εγγύησης καταθέσεων ή αποζημίωσης των επενδυτών” που ακολουθεί.
- Γνώμη CON/2016/42.
- Γνώμη CON/2012/4.
- Γνώμες CON/2011/91 και CON/2011/99.
- Γνώμες CON/2009/59 και CON/2009/63.
- Γνώμη CON/2013/56.
- Γνώμη CON/2015/22.
- Γνώμη CON/2019/20.
- Γνώμη CON/2013/5.
- Γνώμες CON/2012/50, CON/2012/64, και CON/2012/71.
- Γνώμη CON/2012/4, υποσημείωση 42 που παραπέμπει σε άλλες σχετικές Γνώμες επί του θέματος. Βλ. Γνώμες CON/2016/55 και CON/2017/1.
- Γνώμες CON/2015/22, CON/2016/28 και CON/2019/16.
- Γνώμες CON/2011/103, CON/2012/99, CON/2015/3 και CON/2015/22.
- Γνώμες CON/2015/33, CON/2015/35 και CON/2016/60.
- Αιτιολογική σκέψη 27 της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173, 12.6.2014, σ. 149).
- Αιτιολογική σκέψη 23 της Οδηγίας 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών (ΕΕ L 84, 26.3.1997, σ. 22).
- Γνώμες CON/2015/40 και CON/2016/60.
- Γνώμες CON/2011/83 και CON/2015/52.
- Γνώμη CON/2011/84.
- Άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93 και Γνώμη CON/2013/2.
- Άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93.
- Άρθρο 6 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3603/93.
- Γνώμη CON/2013/3.
- Γνώμες CON/2009/23, CON/2009/67 και CON/2012/9.
- Βλ. μεταξύ άλλων τις Γνώμες CON/2010/54, CON/2010/55 και CON/2013/62.
- Γνώμη CON/2012/9.
- Βλ. κατά την έννοια αυτή, τις Υποθέσεις C-201/14 Smaranda Bara κ.λπ κατά Casa Naţională de Asigurări de Sănătate κ.λπ, ECLI:EU:C:2015:638, παρ. 22; και C-62/14 Peter Gauweiler κ.λπ κατά Deutscher Bundestag, ECLI:EU:C:2015:400, παρ. 100.
- Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3604/93 του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1993 για τον προσδιορισμό των εννοιών που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της απαγόρευσης της προνομιακής πρόσβασης που αναφέρεται στο άρθρο 104α της Συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 332 της 31.12.1993, σ. 4). Το άρθρο 104α της Συνθήκης ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επαναριθμήθηκε ως άρθρο 124 της Συνθήκης.
- Βλ. άρθρο 3(2) και αιτιολογική σκέψη 10 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3604/93.
- Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Elmer στην Υπόθεση C-222/95 Société civile immobilière Parodi κατά Banque H. Albert de Bary et Cie., CLI:EU:C:1997:345, παρ. 24.
- Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176, 27.06.2013, σ. 1), και Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176, 27.6.2013, σ. 338).
- Άρθρο 4(1)(1) του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
- Βλ. άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ.
- Υπέρ αυτού συνηγορούν τo άρθρο 3(2) και η αιτιολογική σκέψη 9 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3604/93.
- Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2015/510 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 19ης Δεκεμβρίου 2014 σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (Γενική τεκμηρίωση) (ΕΚΤ/2014/60) (ΕΕ L 191, 2.4.2015, σ. 3).
- Όσο υψηλότερα είναι τα υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά, τόσο λιγότερα κεφάλαια προς δανεισμό διαθέτουν οι τράπεζες, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η δημιουργία χρήματος.
- Βλ. το άρθρο 19 του Καταστατικού, τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2531/98 του Συμβουλίου της 23ης Νοεμβρίου 1998 σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων αποθεματικών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΕ L 318, 27.11.1998, σ. 1), τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1745/2003 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 12ης Σεπτεμβρίου 2003 σχετικά με την εφαρμογή ελάχιστων υποχρεωτικών αποθεματικών (ΕΚΤ/2003/9) (ΕΕ L 250, 2.10.2003, σ. 10) και τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1071/2013 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 24ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με τη λογιστική κατάσταση του τομέα των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΚΤ/2013/33) (ΕΕ L 297, 7.11.2013, σ. 1).
- Η “Δήλωση της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας και της Δημοκρατίας της Μάλτας σχετικά με τη γραφή του ονόματος του ενιαίου νομίσματος στις Συνθήκες”, που επισυνάπτεται στις Συνθήκες, ορίζει ότι: “Με την επιφύλαξη της τυποποιημένης γραφής του ονόματος του ενιαίου νομίσματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο αναφέρουν οι Συνθήκες ως έχει στα χαρτονομίσματα και τα κέρματα, η Λεττονία, η Ουγγαρία και η Μάλτα δηλώνουν ότι η γραφή του ονόματος του ενιαίου νομίσματος, συμπεριλαμβανομένων των παραγώγων του, όπως χρησιμοποιείται στο λεττονικό, ουγγρικό και μαλτέζικο κείμενο των Συνθηκών, δεν έχει καμία επίπτωση στους ισχύοντες κανόνες της λεττονικής, της ουγγρικής και της μαλτέζικης γλώσσας”.
- ΕΕ L 139 της 11.5.1998, σ. 1.
- Γνώμη CON/2012/87.
- Γνώμη CON/2020/2.
- Γνώμες CON/2010/30 και CON/2010/48.
- Βλ. ιδίως τα άρθρα 127 και 128 της Συνθήκης και τα άρθρα 3 έως 6 και 16 του Καταστατικού.
- Άρθρο 127(2) της Συνθήκης, πρώτη περίπτωση.
- Γνώμες CON/2012/105, CON/2013/90 και CON/2013/91.
- Για παράδειγμα, εθνικές νομοθετικές διατάξεις για τη μεταφορά της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών-μελών (ΕΕ L 306, 23.11.2011, σ. 41). Βλ. Γνώμες CON/2013/90 και CON/2013/91.
- Γνώμες CON/2009/99, CON/2011/79 και CON/2017/1.
- Γνώμη CON/2010/8.
- Γνώμη CON/2008/34.
- Άρθρο 127(2) της Συνθήκης, τρίτη περίπτωση.
- Με εξαίρεση τα τρέχοντα ταμειακά υπόλοιπα σε συνάλλαγμα, τα οποία επιτρέπεται να κατέχουν οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών σύμφωνα με το άρθρο 127(3) της Συνθήκης.
- Γνώμη CON/2013/88.
- Γνώμες CON/2015/5 και CON/2015/24.
- Άρθρο 26 του Καταστατικού.
- Άρθρο 27 του Καταστατικού.
- Άρθρο 28 του Καταστατικού.
- Άρθρο 30 του Καταστατικού.
- Άρθρο 32 του Καταστατικού.
- Η μέτρηση της ποιότητας των θεσμών είναι δύσκολη και αμφιλεγόμενη. Από τη μία πλευρά, οι δείκτες που βασίζονται σε αντιλήψεις μπορεί να έχουν πλεονεκτήματα σε σύγκριση με πιο “αντικειμενικούς” δείκτες. Ένα πλεονέκτημα των ερευνών που καταγράφουν αντιλήψεις είναι η σφαιρικότητά τους, ενώ πιο εξειδικευμένοι δείκτες ενδέχεται να παρέχουν εξαιρετικά στρεβλωμένη πληροφόρηση. Επίσης, ενώ η απόλυτη τιμή των δεικτών αντιλήψεων μπορεί να αμφισβητείται, οι δείκτες αυτοί είναι χρήσιμοι για συγκρίσεις μεταξύ των χωρών, εκτός εάν είναι σαφές ότι υπάρχει συστηματική μεροληψία κατά μίας ή περισσότερων χωρών. Επιπλέον, οι “αντικειμενικοί” δείκτες που βασίζονται αποκλειστικά στο περιεχόμενο των νόμων, αλλά όχι σε λεπτομερή γνώση της πραγματικής τους εφαρμογής, μπορεί να είναι παραπλανητικοί. Εξάλλου, καθώς κανένα θεσμικό πρότυπο δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων ως προτιμότερο, οι έρευνες αντιλήψεων μπορεί να αποτρέπουν την εμφάνιση στρεβλώσεων μέτρησης όταν αξιολογούνται άμεσα οι διάφορες πτυχές της οικονομικής διακυβέρνησης.
Από την άλλη πλευρά, οι έρευνες υποκειμενικών εκτιμήσεων συνεπάγονται και αυτές στρεβλώσεις. Για παράδειγμα, μπορεί να επηρεάζονται σημαντικά από ένα πρόσφατο γεγονός ή από ανεπαρκή σχεδιασμό των ερωτήσεων.
Δεδομένων των αντίστοιχων αδυναμιών και συγκριτικών πλεονεκτημάτων των δεικτών ποιότητας των θεσμών που βασίζονται σε αντιλήψεις (π.χ. δείκτης αντίληψης της διαφθοράς) και των πιο αντικειμενικών δεικτών (π.χ. doing business), τα Διαγράμματα 3.6 και 3.7 παρουσιάζουν και τα δύο είδη δεικτών.
Επίσης, όσον αφορά τις χώρες της ΕΕ, το θεσμικό πλαίσιο ήρθε στο προσκήνιο της ανάλυσης και της πολιτικής τα τελευταία μόνο χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι, γενικά, υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης των μετρήσεων. Τέλος, οι προσεγγίσεις των χωρών για ένα θέμα τόσο περίπλοκο όσο η ποιότητα των θεσμών ή η χρηστή διακυβέρνηση είναι κατ’ ανάγκην κάπως ανεπαρκείς και σαφώς πρέπει να συμπληρωθούν με πιο εξειδικευμένες αξιολογήσεις ανά χώρα και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ταυτόχρονα, οι δυσχέρειες μέτρησης δεν θα πρέπει να υποβαθμίζουν τη σημασία αυτών των κρίσιμων προσδιοριστικών παραγόντων της μακροπρόθεσμης ευημερίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και ποιότητας ζωής.